Translate, select Language

Τράβηξα την κουρτίνα για ν' αγναντέψω τη μαβιά γραμμή του ορίζοντα, που όλο και βαθαίνει, όλο κι αλλάζει σχήμα. Μόνο ο άνθρωπος γαντζώνεται! Στοιχειωμένος απ' τους αόρατους φόβους του κι απ' τις παιδαριώδεις απόψεις του, αντιστέκεται σε κάθε είδους αλλαγή.

Δ.Χ

Ο Λαέρτης και το μολύβι του σε ρυθμούς τανγκό

Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Ο νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ στην Αθήνα




Ο μυθιστοριογράφος της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας που δίνει αξία στη λεπτομέρεια, δεν χρησιμοποιεί ποτέ υπολογιστή, ζωγραφίζει πάνω στα χειρόγραφά του, λατρεύει τους περιπάτους και την Ιστανμπούλ, θα επισκεφθεί την Αθήνα, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου που έχει τίτλο «Κάτι παράξενο στο νου μου», για να δώσει μία διάλεξη  την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου στις 7 το βράδυ στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη.

Η εκδήλωση πραγματοποιείται σε συνεργασία με τις εκδόσεις Ωκεανίδα και τα καταστήματα Public. Η είσοδος είναι ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας, η διανομή των οποίων θα αρχίσει στις 5:30 μ.μ. Έχει προβλεφθεί ταυτόχρονη μετάφραση από τα αγγλικά.



Ο Ορχάν Παμούκ γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη το 1952. Τελείωσε το λύκειο στη Pοβέρτειο Σχολή, σπούδασε τρία χρόνια αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο και το 1976 αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης.

Άρχισε να γράφει το 1974. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο Tζεβντέτ μπέη και οι γιοι του, βραβεύτηκε το 1979 στο διαγωνισμό μυθιστορήματος των εκδόσεων Mιλιέτ. Tο βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1982 και την επόμενη χρονιά πήρε το βραβείο μυθιστορήματος «Oρχάν Kεμάλ». Tο δεύτερο βιβλίο του, Tο σπίτι της σιωπής, μεταφράστηκε στα γαλλικά και το 1991 τιμήθηκε με το βραβείο «Prix de la découverte européenne».

Το μυθιστόρημα καλύπτει τη ζωή τριών γενιών μιας οικογένειας από τις αρχές του αιώνα, τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ, μέχρι τις μέρες μας.

Ο Τζεβντέτ μπέη είναι ιδιοκτήτης μικρού εμπορικού καταστήματος κι ένας από τους πρώτους Μουσουλμάνους εμπόρους, που στόχος και φιλοδοξία του είναι να γίνει πλούσιος και να αποκτήσει μια σύγχρονη οικογένεια "Δυτικού" τύπου και νοοτροπίας. Η ιστορία του Τζεβντέτ μπέη και των γιων του είναι, κατά μία έννοια, και η ιστορία της ιδιωτικής ζωής τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Στο πανοραμικό αυτό μυθιστόρημα, περιγράφονται τα εσωτερικά των σπιτιών, ο καινούργιος τρόπος ζωής στις πολυκατοικίες, οι ισχυρές, εκδυτικισμένες οικογένειες, τα κυριακάτικα απογεύματα γύρω από το ραδιόφωνο, οι βόλτες για ψώνια στα μαγαζιά στο Μπέγιογλου, οι αγάπες και τα πάθη της ανερχόμενης αστικής τάξης της τουρκικής κοινωνίας.


 Tο ιστορικό του μυθιστόρημα Το Λευκό Κάστρο ενίσχυσε τη φήμη του μέσα κι έξω από την Τουρκία.

Πρόκειται για έναν νεαρό  Βενετό αστρονόμο που αιχμαλωτίζεται από Τούρκους πειρατές στο δρόμο του για τη Νάπολη και καταλήγει σκλάβος ενός Τούρκου λόγιου, που στο πρόσωπο του ανακαλύπτει μια πολύτιμη πηγή γνώσης για τα επιστημονικά επιτεύγματα της Δύσης. Κι ενώ οι ζωές των δυο αντρών συνδέονται αξεδιάλυτα και οι ταυτότητές τους συγχέονται όλο και πιο πολύ, αφέντης και σκλάβος θα βρεθούν μαζί στο στρατό του Σουλτάνου, σε ένα ταξίδι που τελικά θα τους οδηγήσει στο Λευκό Κάστρο.

Το σημαντικότερο ίσως μυθιστόρημα του σύγχρονου Τούρκου συγγραφέα  για το οποίο η εφημερίδα «The New York Times Book Review» έγραψε «ένα νέο αστέρι γεννήθηκε στην Ανατολή», ενώ η διεθνής Κριτική δεν δίστασε να παραλληλίσει το συγγραφέα του με τους Καλβίνο, Έκο, Μπόρχες, Μάρκες («The Observer»), αλλά και τον Προυστ (άρθρο του John Updike στον «New Yorker»).

Ακολούθησε το μυθιστόρημα το μαύρο βιβλίο, ένα από τα πιο

πολυσυζητημένα και πολυδιαβασμένα έργα της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας.
Εδώ συναντάμε τον  Γκαλίπ, ένα νεαρό δικηγόρο που ψάχνει τη Ρουαγιά, τη γυναίκα του, που τον έχει εγκαταλείψει, και μαζί τον Τζελάλ, ετεροθαλή αδελφό της και πασίγνωστο αρθρογράφο, που έχει κι αυτός εξαφανιστεί. Μια ολόκληρη εβδομάδα τριγυρίζει στα δαιδαλώδη σοκάκια της Πόλης, που κάθε γωνιά της, κάθε καμινάδα και κάθε ανθρώπινο πλάσμα είναι σημάδι μιας μυστηριακής ζωής στη δυο χιλιάδων χρόνων ιστορία της με τα τρία ονόματα- Βυζάντιο, Κωνσταντινούπολη, Ιστανμπούλ, τόπος συνάντησης και σύγκρουσης δύο κόσμων, Ανατολής και Δύσης.



 
Το μυθιστόρημα, Με λένε Κόκκινο  απέσπασε το βραβείο «IMPAC, 2003» και το Ιστανμπούλ.
Η σύγκρουση εκσυγχρονισμού και παράδοσης κυριαρχεί και σε αυτό το  μυθιστόρημα του Ορχάν Παμούκ. ΄Εργο στοχαστικό, με συναρπαστική αστυνομική πλοκή, αλλά και έρωτες, το Με λένε Κόκκινο αποτελεί τη «μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή μάχη στον εσωτερικό ανατολικό-δυτικό πόλεμο που μαίνεται στην ψυχή του συγγραφέα» σύμφωνα με τους ξένους κριτικούς. «Η παράνοιά μας, η ανασφάλειά μας, οι εύθραυστες σχέσεις με τη Δύση, η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας με τόσο διαφορετικές ιδεολογίες γύρω μας για όλα αυτά γράφω», λέει σε συνέντευξή του ο Τούρκος συγγραφέας.

Δικά του έργα είναι ακόμη το Χιόνι και Το Μουσείο της Αθωότητας. Το 2006 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Το 2015 κέρδισε επίσης το τουρκικό βραβείο λογοτεχνίας «Erdal Öz».
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Ζει στην Κωνσταντινούπολη. Όλα τα μυθιστορήματά του κυκλοφορούν από τις  εκδόσεις Ωκεανίδα.




Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

"Do you ever go out for a walk by yourself? It is very important to go out alone, to sit under a tree - not with a book, not with a companion, but by yourself - and observe the falling of a leaf, hear the lapping of the water, the fisherman's song, watch the flight of a bird, and of your own thoughts as they chase each other across the space of your mind. If you are able to be alone and watch these things, then you will discover extraordinary riches which no government can tax, no human agency can corrupt, and which can never be destroyed" J. Krishnamurti. This Matter of Culture, Chapter 12.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)


Έρωτας μαίστρος...ένα ερωτικό μαϊστράλι στο Αιγαίο.



Η Νίνα ετοιμάστηκε και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι. Ο αέρας μύριζε αλμύρα ανακατωμένος απ' την πυρωμένη μυρωδιά των νυχτολούλουδων. Περπάτησε για αρκετή ώρα διασχίζοντας όλη την έκταση του παραλιακού δρόμου. Ένιωσε να πεινάει και μπήκε σ' ένα εστιατόριο ν' απολαύσει το αγαπημένο της φαγητό.
Η βουή των αυτοκινήτων την ενοχλούσε αφάνταστα κι έτσι προτίμησε να καθίσει σ' ένα μικρό τραπέζι απ' αυτά τα λίγα που βρίσκονταν μες το μαγαζί. Τράβηξε μια καρέκλα και την έστρεψε να κοιτά προς τα έξω. Στο σκοτάδι τα φώτα του λιμανιού τρεμόπαιζαν καράβι πλησίαζε στην προβλήτα. Ο τελευταίος ναύλος της ημέρας έφερνε στο νησί επισκέπτες από κάθε γωνιά της γης. Ο νους της άρχισε να παιχνιδίζει ελεύθερος.
Σ' αυτό το νησί, το επίθετο "γοητευτικό" θα του ταίριαζε με απόλυτη ακρίβεια. Η γύμνια του Αιγαίου, το λιτό, το απέριττο, τα λευκά σοκάκια, τα χέρια της νοικοκυράς τα βαμμένα με ασβέστη κι εκείνα τα πολύχρωμα γεράνια που έμοιαζαν με σκανδαλώδη συντεχνία των Θεών που ηδονίζονται να σε βλέπουν να επιστρέφεις ξανά και ξανά για να τους προσκυνάς. Το καράβι έδεσε και οι επισκέπτες άρχισαν να κατεβαίνουν. Χαμογέλασε. Οι περισσότεροι δηλωμένοι οικογενειάρχες έμοιαζαν. Εντυπωσιακοί. Φανταχτεροί. Με τις επισημότητες και το καθωσπρέπει σχήμα μιας φαμίλιας. Οι καλοκαιρινές διακοπές. Το θαύμα της παρηγοριάς για κάποιους. Η μανιώδης εμμονή τους να διασώσουν μέσα από μια μικρή ανάπαυλα ένα σακατεμένο παρελθόν.
"Περιμένετε παρέα;" τη ρώτησε ο σερβιτόρος με φλεγόμενη περιέργεια.
"Όχι. Μπορώ να σας παραγγείλω" ο νεαρός την κοίταξε με μια υποψία οίκτου. 

Εκνευρίστηκε αλλά συγκρατήθηκε. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και το μαγαζί άρχισε να γεμίζει από κόσμο. Μισούσε την αίσθηση ασφυξίας που προκαλεί η συγκέντρωση πολλών ανθρώπων σε κλειστό χώρο. "Μεγαλώνω κι όλα μου φταίνε" συλλογίστηκε. Σηκώθηκε και παρακάλεσε να ετοιμάσουν την παραγγελία της σε πακέτο. Ένιωσε καλύτερα.
Μόλις έφτασε σπίτι, σέρβιρε το δείπνο της κι ένα ποτήρι κρασί κι έδειξε να το απολαμβάνει. Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος απ' το παλιό μεταλλικό χεράκι της εξώπορτας. Αιφνιδιάστηκε.
"Ποιος να' ναι τέτοια ώρα;" μουρμούρισε και πριν καλά καλά πλησιάσει τη βαριά πόρτα ακούστηκε η φωνή του Ανδρέα.
Εκείνη τα' χασε. Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να στέκεται μ' ένα τεράστιο χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφισμένο στα χείλη του.
"Ξέρω! Ακατάλληλη η ώρα και να θυμώσεις δίκιο θα' χεις!" της είπε απολογητικά.
Της άρεσε όμως αυτό το ξάφνιασμα. Δεν καταλάβαινε γιατί αλλά η επίσκεψη του την ευχαρίστησε.
"Τι είναι αυτά που λες; Έλα, πέρασε" τον καλοδέχτηκε και του έγνεψε να καθίσει.
"Συγνώμη σε σήκωσα απ' το φαγητό αλλά να...δεν κρατιόμουν απ' τη χαρά μου"
"Τι έγινε;"
"Δες αυτό μέχρι να ξαναβρεθούμε. Δούλεψα λίγο το μεσημέρι και προσπάθησα να σχεδιάσω κάτι καλό για τον κήπο σου".
Άπλωσε το χέρι της πήρε τη μεγάλη λευκή κόλλα και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Ένιωσαν μια αλλόκοτη αίσθηση, απροσδιόριστη. Σώπασαν για λίγα δευτερόλεπτα.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ποιος προσδιορίζει τη μοίρα μας; αναρωτήθηκε. Αλλάζει άραγε το πεπρωμένο;
"Αλλάζει!" πλανήθηκε με βεβαιότητα η φωνή της στον αέρα.
Μια σωτήρια ιδέα καρφώθηκε στο νου της. Να πάει πίσω και να δει τη ζωή της σαν μια νουβέλα, αφημένη στα χέρια ενός ευφάνταστου συγγραφέα που ηδονίζεται να σκαρώνει τραγικές κι απελπιστικές ιστορίες. Να δει τη ζωή της αποστασιοποιημένα. Σαν ηρωίδα ενός βιβλίου. Σαν τη Μάρθα της παλιάς νουβέλας που προσπαθούσε να την ψυχογραφήσει κοιτώντας την από την κλειδαρότρυπα. Εστιασμένη επάνω της αλλά και από μακριά.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------Ο Ανδρέας την καληνύχτισε και η Νίνα συνέχισε το δείπνο της που το συνόδεψε εκείνη η γλυκιά αίσθηση που της άφησε η παρουσία του. Η επίσκεψη του όπως και να 'χε, υπογράμμισε κάπως τη μοναξιά της που, όσο κι αν ήταν κατ' επιλογήν, δεν έπαυε κάποια στιγμή ν' αγγίζει τα όρια του οδυνηρού. Μετέφερε τα πιάτα στην κουζίνα, ξαναγύρισε στη σάλα, κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα και πήρε τηλέφωνο τον Άλκη. Η διάθεση της για βαθιά επικοινωνία μαζί του είχε κορυφωθεί αλλά πάνω που του εξιστορούσε τα νέα της ημέρας, αιφνιδιάστηκε από τον τόνο της φωνής του.
"Νίνα! Μην ξανοίγεσαι έτσι με ανθρώπους που δεν ξέρεις".
"Τι έπαθες; Δεν σε καταλαβαίνω".
"Για τον γεωπόνο λέω. Μιλάς λες και τον ξέρεις από χρόνια".
Η Νίνα παραξενεύτηκε που ακόμα και η φωνή της εξέπεμπε αυτή την οικειότητα που ένιωσε----