Translate, select Language

Τράβηξα την κουρτίνα για ν' αγναντέψω τη μαβιά γραμμή του ορίζοντα, που όλο και βαθαίνει, όλο κι αλλάζει σχήμα. Μόνο ο άνθρωπος γαντζώνεται! Στοιχειωμένος απ' τους αόρατους φόβους του κι απ' τις παιδαριώδεις απόψεις του, αντιστέκεται σε κάθε είδους αλλαγή.

Δ.Χ

Ο Λαέρτης και το μολύβι του σε ρυθμούς τανγκό

Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

"Do you ever go out for a walk by yourself? It is very important to go out alone, to sit under a tree - not with a book, not with a companion, but by yourself - and observe the falling of a leaf, hear the lapping of the water, the fisherman's song, watch the flight of a bird, and of your own thoughts as they chase each other across the space of your mind. If you are able to be alone and watch these things, then you will discover extraordinary riches which no government can tax, no human agency can corrupt, and which can never be destroyed" J. Krishnamurti. This Matter of Culture, Chapter 12.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)


Έρωτας μαίστρος...ένα ερωτικό μαϊστράλι στο Αιγαίο.



Η Νίνα ετοιμάστηκε και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι. Ο αέρας μύριζε αλμύρα ανακατωμένος απ' την πυρωμένη μυρωδιά των νυχτολούλουδων. Περπάτησε για αρκετή ώρα διασχίζοντας όλη την έκταση του παραλιακού δρόμου. Ένιωσε να πεινάει και μπήκε σ' ένα εστιατόριο ν' απολαύσει το αγαπημένο της φαγητό.
Η βουή των αυτοκινήτων την ενοχλούσε αφάνταστα κι έτσι προτίμησε να καθίσει σ' ένα μικρό τραπέζι απ' αυτά τα λίγα που βρίσκονταν μες το μαγαζί. Τράβηξε μια καρέκλα και την έστρεψε να κοιτά προς τα έξω. Στο σκοτάδι τα φώτα του λιμανιού τρεμόπαιζαν καράβι πλησίαζε στην προβλήτα. Ο τελευταίος ναύλος της ημέρας έφερνε στο νησί επισκέπτες από κάθε γωνιά της γης. Ο νους της άρχισε να παιχνιδίζει ελεύθερος.
Σ' αυτό το νησί, το επίθετο "γοητευτικό" θα του ταίριαζε με απόλυτη ακρίβεια. Η γύμνια του Αιγαίου, το λιτό, το απέριττο, τα λευκά σοκάκια, τα χέρια της νοικοκυράς τα βαμμένα με ασβέστη κι εκείνα τα πολύχρωμα γεράνια που έμοιαζαν με σκανδαλώδη συντεχνία των Θεών που ηδονίζονται να σε βλέπουν να επιστρέφεις ξανά και ξανά για να τους προσκυνάς. Το καράβι έδεσε και οι επισκέπτες άρχισαν να κατεβαίνουν. Χαμογέλασε. Οι περισσότεροι δηλωμένοι οικογενειάρχες έμοιαζαν. Εντυπωσιακοί. Φανταχτεροί. Με τις επισημότητες και το καθωσπρέπει σχήμα μιας φαμίλιας. Οι καλοκαιρινές διακοπές. Το θαύμα της παρηγοριάς για κάποιους. Η μανιώδης εμμονή τους να διασώσουν μέσα από μια μικρή ανάπαυλα ένα σακατεμένο παρελθόν.
"Περιμένετε παρέα;" τη ρώτησε ο σερβιτόρος με φλεγόμενη περιέργεια.
"Όχι. Μπορώ να σας παραγγείλω" ο νεαρός την κοίταξε με μια υποψία οίκτου. 

Εκνευρίστηκε αλλά συγκρατήθηκε. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και το μαγαζί άρχισε να γεμίζει από κόσμο. Μισούσε την αίσθηση ασφυξίας που προκαλεί η συγκέντρωση πολλών ανθρώπων σε κλειστό χώρο. "Μεγαλώνω κι όλα μου φταίνε" συλλογίστηκε. Σηκώθηκε και παρακάλεσε να ετοιμάσουν την παραγγελία της σε πακέτο. Ένιωσε καλύτερα.
Μόλις έφτασε σπίτι, σέρβιρε το δείπνο της κι ένα ποτήρι κρασί κι έδειξε να το απολαμβάνει. Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος απ' το παλιό μεταλλικό χεράκι της εξώπορτας. Αιφνιδιάστηκε.
"Ποιος να' ναι τέτοια ώρα;" μουρμούρισε και πριν καλά καλά πλησιάσει τη βαριά πόρτα ακούστηκε η φωνή του Ανδρέα.
Εκείνη τα' χασε. Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να στέκεται μ' ένα τεράστιο χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφισμένο στα χείλη του.
"Ξέρω! Ακατάλληλη η ώρα και να θυμώσεις δίκιο θα' χεις!" της είπε απολογητικά.
Της άρεσε όμως αυτό το ξάφνιασμα. Δεν καταλάβαινε γιατί αλλά η επίσκεψη του την ευχαρίστησε.
"Τι είναι αυτά που λες; Έλα, πέρασε" τον καλοδέχτηκε και του έγνεψε να καθίσει.
"Συγνώμη σε σήκωσα απ' το φαγητό αλλά να...δεν κρατιόμουν απ' τη χαρά μου"
"Τι έγινε;"
"Δες αυτό μέχρι να ξαναβρεθούμε. Δούλεψα λίγο το μεσημέρι και προσπάθησα να σχεδιάσω κάτι καλό για τον κήπο σου".
Άπλωσε το χέρι της πήρε τη μεγάλη λευκή κόλλα και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Ένιωσαν μια αλλόκοτη αίσθηση, απροσδιόριστη. Σώπασαν για λίγα δευτερόλεπτα.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ποιος προσδιορίζει τη μοίρα μας; αναρωτήθηκε. Αλλάζει άραγε το πεπρωμένο;
"Αλλάζει!" πλανήθηκε με βεβαιότητα η φωνή της στον αέρα.
Μια σωτήρια ιδέα καρφώθηκε στο νου της. Να πάει πίσω και να δει τη ζωή της σαν μια νουβέλα, αφημένη στα χέρια ενός ευφάνταστου συγγραφέα που ηδονίζεται να σκαρώνει τραγικές κι απελπιστικές ιστορίες. Να δει τη ζωή της αποστασιοποιημένα. Σαν ηρωίδα ενός βιβλίου. Σαν τη Μάρθα της παλιάς νουβέλας που προσπαθούσε να την ψυχογραφήσει κοιτώντας την από την κλειδαρότρυπα. Εστιασμένη επάνω της αλλά και από μακριά.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------Ο Ανδρέας την καληνύχτισε και η Νίνα συνέχισε το δείπνο της που το συνόδεψε εκείνη η γλυκιά αίσθηση που της άφησε η παρουσία του. Η επίσκεψη του όπως και να 'χε, υπογράμμισε κάπως τη μοναξιά της που, όσο κι αν ήταν κατ' επιλογήν, δεν έπαυε κάποια στιγμή ν' αγγίζει τα όρια του οδυνηρού. Μετέφερε τα πιάτα στην κουζίνα, ξαναγύρισε στη σάλα, κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα και πήρε τηλέφωνο τον Άλκη. Η διάθεση της για βαθιά επικοινωνία μαζί του είχε κορυφωθεί αλλά πάνω που του εξιστορούσε τα νέα της ημέρας, αιφνιδιάστηκε από τον τόνο της φωνής του.
"Νίνα! Μην ξανοίγεσαι έτσι με ανθρώπους που δεν ξέρεις".
"Τι έπαθες; Δεν σε καταλαβαίνω".
"Για τον γεωπόνο λέω. Μιλάς λες και τον ξέρεις από χρόνια".
Η Νίνα παραξενεύτηκε που ακόμα και η φωνή της εξέπεμπε αυτή την οικειότητα που ένιωσε----






Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΠΕΡΟΥ/ ΛΩΡΕΝΣ ΝΤΑΡΕΛ



Ένα από τα αριστουργήματα του 20ου αιώνα και αυτό το βιβλίο του Ντάρελ. Η αναφορά του στην «Ντίβα» του Ιονίου, την Κέρκυρα, επηρεασμένος απ' τη μακρόχρονη διαμονή του στην Ελλάδα.
Και φυσικά...τι μπορούμε να πούμε εμείς οι νεότεροι για τα έργα του, πως να ορίσουμε τη δουλειά του; Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι δυο λόγια μόνο, για το πως έχουν καταγραφεί στον καθένα από εμάς τα έργα του.
Έργα μοναδικά λοιπόν, που δεν συγγένεψαν με άλλα. Έργα που από μόνα τους έστησαν άτυπα μια «σχολή» για εμάς τους νεότερους που μέσα απ' αυτά αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά ανάμεσα σε «καλή» και «λαϊκή» (τη στερούμενη αισθητικής) λογοτεχνία. Αποφεύγω σκόπιμα τον όρο «ποιοτική» ή «υψηλή» γιατί οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται σήμερα χλευαστικά, ύποπτα, παραπλανητικά, δόλια και επικίνδυνα.
Πάντα ακριβής στις έννοιες του ο Ντάρελ, κάνει λογοτεχνία δίχως να λογοτεχνίζει. Δεν φλυαρεί άσκοπα, δεν κάνει ευτράπελες διηγήσεις παραθέτοντας διαρκώς σκέψεις, δεν «διυλίζει τον κώνωπα», δεν σου δίνει τροφή νεκρή, άρρωστη και τραυματισμένη. Δεν κάνει δημώδη λογοτεχνία (προφορική μορφή). Αντίθετα, η ικανότητα του να είναι «ατμοσφαιρικός», βελτιώνει την ενσυναίσθηση των αναγνωστών, δηλαδή, την ικανότητα να «διαβάζουν» το μυαλό, να διαισθάνονται τα συναισθήματα και τα κίνητρα των ηρώων καθώς και τις προθέσεις του συγγραφέα.
Έχει ειπωθεί ότι όλο το συγγραφικό έργο του είναι λίγο-πολύ η προσωπική του ζωή, με άλλα λόγια η αυτοβιογραφία του σε πολλαπλές παραλλαγές. Ή, για να το πούμε διαφορετικά: ο ίδιος έζησε τη ζωή του ως μυθοπλασία και τη μυθοπλασία ως πραγματική ζωή. Γι΄ αυτό και υπήρξε εξαιρετικός χειριστής της γλώσσας, αφού αυτή συνόψιζε το απόσταγμα της ζωής του και τις βαθύτερες επιθυμίες του.
Foto: Από αριστερά προς δεξιά: Γιώργος Σεφέρης,Λόρενς Ντάρελ,η σύζυγος του ζωγράφου Διαμαντή,ο Μορίς Κάρντιφ (συγγραφέας και διευθυντής του Βρετανικού Ινστιτούτου) και πίσω του όρθιος ο ζωγράφος Διαμαντής στην Κύπρο το 1953.


«Η Κέρκυρα είναι ένα μπλε βενετσιάνικο και χρυσαφί - φριχτά κακομαθημένη από τον ήλιο. Σε μπουχτίζει η απλοχεριά του, σε αποχαυνώνει.….» Λόρενς Ντάρελ 10/4/1937


Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Ο ΕΡΙΧ ΜΑΡΙΑ ΡΕΜΑΡΚ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ




Η δύναμη της αγάπης

 Δεκαετία του '30. Τα χιτλερικά σύννεφα σκοτεινιάζουν τον ουρανό της Ευρώπης. Πολιτικοί αντιφρονούντες, Εβραίοι, άνθρωποι με διαφορετικά πιστεύω οδηγούνται στην εξαθλίωση.

Εκδιωγμένοι από τις εστίες τους, περνούν από συνοριακούς σταθμούς, φυλάκια και τελωνεία, περιφέρονται στους σκονισμένους δρόμους της Ευρώπης, αναζητώντας απελπισμένα μια πατρίδα.

Ανάμεσά τους ο Γιόζεφ Στάινερ και ο νεαρός φοιτητής Λούντβιχ Κερν, που συλλαμβάνονται στη Βιέννη και εξορίζονται. Στο τραγικό οδοιπορικό τους ελλοχεύουν η βία και το μίσος. Σχοινοβατούν στην εξορία της ύπαρξης χωρίς να χάσουν την ελπίδα τους.

Ο Στάινερ επιβιώνει πουλώντας κορδόνια και παραμάνες, ενώ ο Κερν θα ερωτευτεί τη Ρουτ, μια κυνηγημένη φοιτήτρια εβραϊκής καταγωγής.

Το σπαραχτικό μυθιστόρημα του Ρεμάρκ αναδεικνύει με απαράμιλλη δύναμη την ανθρωπιά, την καλοσύνη και την αγάπη που αναδύονται από τη βαρβαρότητα του ναζιστικού καθεστώτος.

Η αγάπη του Κερν και της Ρουτ τους δίνει τη δύναμη να συνεχίσουν, είναι η ύστατη ηλιαχτίδα στο σκοτάδι της εκμηδένισης των ανθρώπινων αξιών.


 
» Μέσα σε τούτη τη σιωπηλή εγκαρτέρηση και τη θλίψη ένα παιδί έπαιζε ανέμελο, ένα κοριτσάκι κάπου έξι χρονών. Ζωηρό κι ατίθασο, με λαμπερά μάτια και μαύρες μπούκλες, πηγαινοερχόταν μέσα στην αίθουσα. Στάθηκε μπροστά στον άνθρωπο με το μακρουλό κρανίο. Τον κοίταξε καλά μια στιγμή κι έδειξε τότε τη θήκη που κρατούσε στα γόνατα του.
«Βιολί έχεις μέσα;» ρώτησε με ηχηρή, επιτακτική φωνή. Ο άνθρωπος κοίταξε το κοριτσάκι σαν να μην καταλάβαινε.
Ύστερα έγνεψε «ναι».
Δειξ’ το μου» είπε η μικρούλα.
«Γιατί;»
«Θέλω να το δω».
Ο βιολιστής κόμπιασε για λίγο. Μετά άνοιξε τη θήκη κι έβγαλε το όργανο. Το είχε τυλιγμένο μέσα σ’ ένα μενεξεδένιο μεταξωτό, που το δίπλωσε με προσοχή. Το παιδί κάρφωσε πολλή ώρα τα μάτια στο βιολί. Σήκωσε τότε το ένα χέρι και πέρασε τα δάχτυλα απαλά πάνω στις χορδές.
«Γιατί δεν παίζεις;» ρώτησε.
«Μίριαμ!» είπε με σιγανή και πνιγμένη φωνή μια γυναίκα καθισμένη στην άλλη μεριά της σάλας μ’ ένα βρέφος στα γόνατα.
«Έλα δω, Μίριαμ».
Η μικρή δεν άκουγε. Παρατηρούσε το βιολιστή. «Δεν ξέρεις να παίζεις;»
«Πως, ξέρω!»
«Τότε γιατί δεν παίζεις;».......

…………..Μονάχα το βιολί ήταν ακόμα παρόν. Γέμιζε τη βαριά κι άψυχη ατμόσφαιρα της σάλας. Λες κι όλα τα μεταμόρφωνε. Σάμπως να ‘χε τη δύναμη να λιώνει τη σιωπηλή μοναξιά σε τόσες απομονωμένες ασήμαντες υπάρξεις, θαμμένες μέσα στη σκοτεινιά των τοίχων, και να σφυρηλατεί μ’ αυτή ένα μεγάλο ομαδικό παράπονο γεμάτο νοσταλγία.

«Παίξε κι άλλο» είπε το κορίτσι, «είναι πολύ θλιβερά εδώ».


Μέσα απ' αυτό το σπαραχτικό βιβλίο  αναδυκνύεται ένας
πανανθρώπινος κύκλοσ, καλώντας και προκαλώντας μας να 
κατανοήσουμε πως, η μόνη αποτρεπτική δύναμη για να μη βιώσει 
η ανθρωπότητα στο μέλλον παρόμοια δεινά, είναι η συνειδητοποίηση απ' όλους, της ανάγκης για αμοιβαία κατανόηση, εμπιστοσύνη και ελευθερία ανάμεσα στα έθνη, στις θρησκείες, στις κοινωνικές ομάδες. 
Σεβασμός στη διαφορετικότητα.

Ο Έριχ Μαρία Ρέμαρκ  Το 1916 πήγε στρατιώτης όπου βρέθηκε μπροστά στο μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην ιστορία. Στα χαρακώματα του δυτικού μετώπου τραυματίστηκε άσχημα. Τα τραύματά του θα του δημιουργούν προβλήματα μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1929 κυκλοφόρησε το βιβλίο του ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο, που θεωρείται έως και σήμερα η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γνωρίζοντας παγκόσμια επιτυχία. Το 1933 τα βιβλία του κάηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και ο ίδιος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Το 1940 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και λίγα χρόνια αργότερα πήρε την αμερικανική υπηκοότητα.


Γεννήθηκε το 1898 στο Όσναμπρουκ  της Κάτω Σαξονίας κι έφυγε απ’ τη ζωή  στις 25 Σεπτεμβρίου του 1970 στο Λοκάρνο. 

Μετάφραση: Γεωργία-Δελληγιάννη Αναστασιάδη
Κυκλοφορεί από τις  Εκδόσεις Μίνωας