Translate, select Language

Τράβηξα την κουρτίνα για ν' αγναντέψω τη μαβιά γραμμή του ορίζοντα, που όλο και βαθαίνει, όλο κι αλλάζει σχήμα. Μόνο ο άνθρωπος γαντζώνεται! Στοιχειωμένος απ' τους αόρατους φόβους του κι απ' τις παιδαριώδεις απόψεις του, αντιστέκεται σε κάθε είδους αλλαγή.

Δ.Χ

Ο Λαέρτης και το μολύβι του σε ρυθμούς τανγκό

Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)




Ο Στέφος, βλέποντας τη να ζωγραφίζει αναστέναξε βαθιά. Ακούμπησε το σώμα του στην άκρη της καρέκλας και χαλάρωσε τη γραβάτα του. Ετοιμάστηκε να παραπονεθεί. Η ματιά του όμως άρχισε να διερευνά σχολαστικά το δωμάτιο της Νίνας που, μετά από παράκληση της είχε μόλις ανακαινιστεί.
"Καμιά αίσθηση κοριτσίστικη" συλλογίστηκε. Η διακόσμηση παρέπεμπε σε ώριμη γυναίκα κι ελαφρά απόκοσμη θα έλεγε κανείς. Ένα μονό ξύλινο κρεβάτι ήταν καλλυμένο με έντονα μονόχρωμα στρωσίδια. Κάτω ακριβώς από το παράθυρο, ένα κλασσικό σεκρετέρ έκανε χρέη γραφείου, προστατεύοντας με το ρολαριστό καπάκι, μικρούς κι αγαπημένους θησαυρούς της.
Στη γωνία, δίπλα απ' την μπαλκονόπορτα, ένα ξύλινο ρυθμιζόμενο καβαλέτο, απρόθυμο να σου δείξει τι κουβαλά επάνω του, ήταν συνήθως καλυμμένο μ' ένα μεταξωτό ύφασμα.
Στην άλλη γωνιά του δωματίου, ένα τρίποδο κρατούσε το βάρος μιας παλιάς φωτογραφικής κάμερας που έκανε χρέη λαμπατέρ και το ξύλινο δάπεδο ήταν καλυμμένο απ' άκρη σ' άκρη με μια μοκέτα στο χρώμα του βερίκοκου.
Την πινελιά της γυναίκας την μαρτυρούσαν τα φορέματα της Νίνας που κρέμοντας από ένα μεταλλικό γάντζο στο πλαινό της ντουλάπας. Μια ιδιοτροπία της που εκνεύριζε αφάνταστα το Στέφο.
Το ίδιο και τα κοσμήματα της που έμοιαζαν να πνίγονται κρεμασμένα απ' το πόμολο του παλιού σεκρετέρ.
Κοίταξε στο πάτωμα τα τρία μπουκάλια με το νέφτι. Η μυρωδιά του δεν ήταν ικανή να σκεπάσει το φίνο άρωμα της που αναδυόταν ευχάριστα απ' το χώρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να' θελε να φυλακίσει το άρωμα στα πνευμόνια του.
"Παραμονές εξεταστικής κι ακόμα ζωγραφίζεις ρε Νίνα;" είπε κοιτώντας με ελαφριά υποτίμηση το ασχημάτιστο έργο της που βρισκόταν στημένο στο καβαλέτο.
Εκείνη, αποροφημένη απ' την αίσθηση που ήθελε ν' αποδώσει, δεν άκουσε τα λόγια του.
"Νίνα! Σου μιλάω!" ύψωσε τη φωνή του. Ταράχτηκε και το πινέλο διέγραψε ένα καφετί σημάδι στον αριστερό καρπό της...


"Κι εσύ τι κατάλαβες που πήρες το πτυχίο σου στην ώρα του;"
τον ρώτησε με ύφος στοχαστικό.
Ο Στέφος σήκωσε τη ματιά του και κοίταξε το πρόσωπο της. Αυτή η μελαγχολία που εξέπεμπαν τα μάτια της έμοιαζε με τη μελαγχολία του έρωτα. Ένιωσε ξανά τον ίδιο τρόμο όπως παλιά. Η ανάγκη του να ξέρει κατά γράμμα την προσωπική της ζωή είχε γίνει κάτι σαν ιερή μανία...


Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Ο ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΤΟΥ ΣΕ ΡΥΘΜΟΥΣ ΤΑΝΓΟ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)



«Η πρωινή ανάγκη, ενίοτε και συνήθεια με οδήγησε και σήμερα να ακολουθήσω τα ίδια μονότονα βήματα. Υπνοδωμάτιο- μπάνιο, μια

διαδρομή άναρθρη κι ανόρεχτη μια και το φάντασμα μου βρισκόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μεταξύ ανεξήγητων ονείρων και συνειρμών για τα μύρια νυχτερινά ασυλλόγιστα  που σκάρωσε ο νους μου. Όμως μ’ αρέσουν τούτα τα νυχτερινά καμώματα, με βγάζουν απ’ την παραλυτική ανία της ζωής μου και μου υπόσχονται κόσμους συναρπαστικούς και πρωτόγνωρους.


Το χέρι μου άγγιξε την παγωμένη πετούγια της πόρτας κι εκείνος ο τεράστιος αναιδής καθρέφτης στάθηκε μπροστά μου προκλητικός. Λένε πως τα μάτια κουβαλάνε την αλήθεια της ψυχής, μα τα δικά μου έχουν χάσει τη ζωηράδα τους.

 Το μέσα μου κλαίει από ατολμία και λιγοψυχιά. Χαμογελώ που οι γυναίκες δεν το βλέπουν κι αναρωτιέμαι: εγώ κρύβομαι τόσο καλά ή εκείνες κατασκευάζουν στο νου τους το ποθητό, αυτό που τους λείπει;..."


“ Αλκμήνη μου, το ξέρω καλά  πως στο χορό με δυο όλα κρίνονται  στα πρώτα δευτερόλεπτα. Αν οι κινήσεις δεν συντονιστούν με μιας,  ο χορός  καταλήγει a priori  σε δράμα.

Μα  δεν εγκαταλείπω,  με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, προσπαθώ να σου ανακαλέσω μνήμες, αυτές τις σωτήριες μνήμες του έρωτα  που εσύ τις έκανες λησμονιά. Όμως κάθε μου κίνηση πέφτει ανόρεχτα στο κενό κι αναρωτιέμαι:  μ' ερωτεύτηκες ή γοητεύτηκες;

Οι μνήμες του έρωτα  είναι σωτήριες Αλκμήνη μου. Δεν μένουν το ίδιο ισχυρές, μα αφυπνίζουν μέσα μας την αίσθηση της αγάπης, της ένωσης.

Η γοητεία χάνεται. Μέρα  τη μέρα γίνεται απροθυμιά που παγώνει, φλόγα που έσβησε  και  που δε θα ξανανάψει ποτέ.

Με τρώει η αγωνία να σε ρωτήσω  αν στ’ αλήθεια μ’ ερωτεύτηκες, μα αυτά δεν λέγονται με λόγια. Πάλι σήμερα  σε έκλεισα στην αγκαλιά μου, σε χάιδεψα τρυφερά  και περίμενα τα μάτια σου να μου μιλήσουν. Μου γύρισες ανόρεχτα την πλάτη, έκανες πως κοιμάσαι...”


“Μυρτώ  μου, κάθε φορά που σε σκέφτομαι  η καρδιά μου πλημμυρίζει από   χαρά. Μόνο κοντά σου ήμουν τόσο αληθινός, είναι που ποτέ δεν σ’ ένοιαξε να είμαι κάτι άλλο απ’ το αληθινό σκαρί μου. Κι έτσι, ενώ ήμουν τόσο ερωτευμένος  μαζί σου, η ζήλια μου χανόταν στα πρώτα δευτερόλεπτα της γέννησης της, ήσουν τόσο όμορφη κι όμως σε εμπιστευόμουν βαθιά.

Μου ενέπνεες μια εμπιστοσύνη αλλιώτικη, φτιαγμένη από το ρούχο της καρδιάς.

Είναι που αρνιόσουν πεισματικά εκείνα τα γυναικεία τερτίπια που εξευτελίζουν και περιφρονούν τον άντρα, μόνο για σένα η καρδιά μου έχει υπάρξει τόσο επιεικής. Ακόμα κι αν σε σκεφτόμουν με άλλον ο νους μου  δεν κατέγραφε αμάρτημα, δεν το επέτρεπε η καρδιά μου να το κάνει.

Θυμάσαι Μυρτώ μου τα πρώτα σου γενέθλια στη Ρώμη; Από καιρό μάζευα λιρέτα τη λιρέτα  για το δώρο σου κι αφού το εξασφάλισα ήθελα να σε ευχαριστήσω κι άλλο. Σου είπα να ντυθείς σαν «μεγάλη» και το έκανες. Φόρεσες εκείνο το μαύρο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε, ντύθηκα κι εγώ σαν «άντρας» και σε πήγα για φαγητό στη Via Venetto, μέσα στα φώτα και στη λάμψη της πόλης.

Κι εσύ έκανες το αμάρτημα  να λάμπεις πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, η ματιά σου έπεσε στο απέναντι τραπέζι, το βλέμμα σου συναντήθηκε με του καθηγητή μας, θυμάσαι;

Μ’ εκείνο τον γοητευτικό Ιταλό που μας έκανε το μάθημα της ανατομίας, σύμβολο, θεότητα τον είχατε κάνει  οι γυναίκες και τον προσκυνούσατε.

Παράπονο κι απογοήτευση ένιωσα Μυρτώ μου, απλά και μόνο γιατί του χαμογέλασες. Κι ύστερα το κατάλαβες και συγκρατήθηκες, όπως  συγκρατιόσουν κάθε φορά για να μη με πληγώσεις...”


«Κι εγώ τι ρόλο παίζω;» είχα ρωτήσει τη Μυρτώ. Ξαφνικά ο νους μου απομόνωσε απ’ την πρόταση  τη λέξη «ρόλος» και μέσα απ’ αυτή  απλώθηκε μέσα μου μια αλλόκοτη αίσθηση.

Η ζωή όπως τη ζούμε φαντάζει  σαν  μια μεγάλη σκηνή,κι όλοι εμείς ηθοποιοί που κονταροχτυπιόμαστε να πιάσουμε το ρόλο, να γίνουμε πειστικοί και να εισπράξουμε το χειροκρότημα.

Έτσι άλλοτε κλαίμε  με το δήθεν υπερβολικό μας πόνο  κι άλλοτε γελάμε με τη δανεική  χαρά μας

 Και τα δυο μου φαίνονται «ρόλοι» ενός έργου που ονομάζουμε ζωή.

Το ίδιο κάνω κι εγώ κάθε φορά που δείχνω φορτωμένος με προσωπικούς πόνους ή με δανεικές χαρές, που κάποιες φορές  έχουνε αφορμή εμένα, άλλοτε την Αλκμήνη, πότε κάποια ερωμένη μου κι ενίοτε τους ασθενείς μου.

Μα φαίνεται πως η αληθινή οδύνη κι η βαθιά χαρά διαρκούν μόλις λίγα δευτερόλεπτα...”


 “Αννούλα μου, σ’ αυτό τον τόπο που βρίσκομαι η σκέψη μου βηματίζει κοντά σου. Έτσι και χθες το βράδυ σε σκεφτόμουν. Η πανσέληνος έριχνε  αχνό φως από το παράθυρο μου. Η απεραντοσύνη του σύμπαντος  έπεφτε πάνω μου και με ξέπλενε, κι εγώ, με  συνείδηση ολόγυμνη και καθαρή σου έγραφα γράμματα που  δεν θα στα αποδώσω. Η δειλία μου καλά κρατεί, μα εγώ πρώτη φορά γίνομαι δειλός με μια γυναίκα. Ίσως δειλό με κάνει η εύγλωττη σιωπή σου που την καμαρώνω. Τα λόγια είναι βρώμικα κι ας φαντάζουν καθαρά, θέλει τόλμη να σιωπάς κι εσύ φαίνεται πως την έχεις.

Καυτά δάκρυα τρέχουν απ' τα μάτια μου, δάκρυα γεννημένα από ηδυπάθεια, ζωή και θάνατο.

Είμαι ερωτευμένος καρδούλα μου μαζί σου. Το ομολόγησα. Επιτέλους το ομολόγησα...”


“ Αλκμήνη μου, ερήμην σου έγινες ο εκπαιδευτής μου. Ο πόνος και ο φόβος που μου χάρισες  στάθηκαν  φίλοι μου που μ’ έβγαλαν  μια ώρα γρηγορότερα στο φως.


Μυρτώ μου, στη θύμηση της αγάπης μας ακούμπησα, παρηγορήθηκα, δυνάμωσα και ψήλωσα, τόσο, ώστε ο αληθινός μου εαυτός δεν είχε χώρο πια να κρυφτεί.


Αννούλα μου, η εμπιστοσύνη σου για τη ζωή σταθερή, αιώνια και άφθαρτη, γονιμοποίησε  εντός μου εκείνη την πνευματική σταθερότητα που μου έλλειπε.


Παιδί μου ,ανυπομονώ να γεννηθείς για να σου πω πως  ο Έρωτας δεν είναι αγάπη. Είναι γνώση που μπορεί να σε οδηγήσει στην αγάπη. Και το θεό σου... κάπου εκεί να τον ψάξεις, ανάμεσα στην αγάπη…”        

  

Λαέρτης Χ.      

                                                                             






               

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

ΖΩΗ ΣΑΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΟ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)



“Η Πελαγία είχε κολλήσει στα κάγκελα της χαμηλής μονοκατοικίας της και κοιτούσε με θαυμασμό το γειτονικό τριώροφο σπίτι, με την επιβλητική γκαραζόπορτα, το χτιστό μπάρμπεκιου-που δέσποζε σαν επιβλητικό μνήμα στην πίσω πλευρά της αυλής-και τα κάθε λογής ξενόφερτα λογχοειδή λουλούδια που θύμιζαν καθολικό αποτεφρωτήριο.

Για την Πελαγία το να έχει μια μάννα την τύχη να συγκατοικεί σ' ένα τριώροφο με τις δυο της κόρες είναι ευλογία Θεού. Όμως αυτή η συγκατοίκηση του "κοινόβιου" φαίνεται πως λειτουργεί με αντιφάσεις. Από τη μια εκμηδενίζει ανασφάλειες κι απ' την άλλη αποταμιεύει σιγά σιγά ένα αίσθημα πνιγμού που, όταν θελήσεις να το ξεκολλήσεις από πάνω σου, απορείς πως έχει γίνει ένα με σένα.

Το σπίτι της οικογένειας Μάνεση εξωτερικά ήταν απόλυτα ταυτισμένο με την εικόνα των καθωσπρέπει σπιτιών, εσωτερικά όμως ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Η Χαρά-η μικρότερη από τις δυο κόρες του Ορέστη και της Ζωής- είναι η μόνη που νιώθει έντονα την ανάγκη της αλλαγής. Χωμένη για τα καλά στη μοναχικότητα της και στους στοχασμούς της, έχει φτάσει στο σημείο όπου το καζάνι βράζει.

Πριν λίγες μέρες έκλεισε τα σαράντα και το αίσθημα του ανικανοποίητου που νιώθει από παιδί την πνίγει, ενώ ταυτόχρονα την σπρώχνει σ' ένα ταξίδι προς το άγνωστο.

Δεν ξέρει τι θέλει, ξέρει όμως τι δεν θέλει.

Η μεγαλύτερη κόρη τους, η Αγάπη, ασάλευτη από πάθος, κουνά πάνω κάτω το κεφάλι στη μοίρα σαν μηχανικό παιχνιδάκι που κινείται μόνο αν η ζωή το κουρδίσει.

Φόβοι, βιώματα κι αποθημένα εκρήγνυνται και καθορίζουν τις αντιδράσεις της...”


“Σε λίγο, η Χαρά μπήκε στο δωμάτιο της δεκατριάχρονης μοναχοκόρης της. Πριν πλησιάσει το κρεβάτι, πήρε μια βαθιά ανάσα, στάθηκε και στήριξε το αδύναμο σώμα της στην ντουλάπα.

“Κοριτσάκι μου, πρέπει να σπάσω την αλυσίδα, δεν μπορώ να σου αφήσω αυτή τη γυναικεία κληρονομιά που είναι τόσο χαλασμένη!" μουρμούρισε με θλίψη, στη συνέχεια πήγε κοντά της με αποφασιστικότητα και την ξύπνησε τρυφερά...”


“Αχ, Αγάπη", ψιθύρισε  λυπημένη η Χαρά, καθώς ένιωσε την ψευδαίσθηση να καραδοκεί κάθε φορά που αποφεύγουμε τον πόνο. Έρωτες κουτσοί, στραβοί, σκονισμένοι μπαίνουν στο πίσω μέρος του νου για να υπάρχουν σε στιγμές κρίσεις. Είναι σαν να κρατάμε ένα παλιομοδίτικο ρούχο για να το φορέσουμε σαν φτωχύνουμε. Παντός είδους σιγουριές έχει ο μπαξές της ψυχής. Λειτουργεί σαν τα πορτοφόλια των αντρών που στα ογδόντα τους χρόνια θα βρεις μέσα κι ένα προφυλακτικό, ή σαν τη γυναικεία τσάντα, που καλού κακού έχει και μια σερβιέτα, είκοσι χρόνια μετά την εμμηνόπαυση.

Φαίνεται πως κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τους παλιούς έρωτες, υπάρχουν στιγμές που τους αγιοποιούμε και τους αποταμιεύουμε για ώρα ανάγκης.

Μοναξιά είναι αυτή, δεν πολεμιέται απευθείας. Είναι σαν το σκοτάδι, πως να τα βάλεις μαζί του; Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βρεις το φως, έτσι που το σκοτάδι να πάψει να υπάρχει. Το ίδιο ισχύει και με τον έρωτα: για να εγκαταλείψει ο νους τον παλιό, πρέπει να' χει την τόλμη να επενδύσει ψυχή στον καινούργιο...”


“Ο Αντώνης συνηθισμένος ν' ακούει τη χαμηλόφωνη κι υποταγμένη φωνή της Αγάπης, γινόταν έξαλλος πια. Ξαφνικά μετά από είκοσι χρόνια έβλεπε αυτό το υποταγμένο θηλυκό να σηκώνει κεφάλι φωνάζοντας και διεκδικώντας τη ζωή της. Η εξεγερμένη συμπεριφορά της λειτουργούσε ως άλλοθι για να της χρεώνει ψυχική ανισορροπία.

Όμως ο τρόμος του κορυφωνόταν καθώς ένιωθε πως δεν τον φοβόταν πια. Όπως και να' χει η εξουσία είναι αφροδισιακή τόσο γι' αυτόν που την ασκεί όσο και γι' αυτόν που τη δέχεται.

Έτσι μια κι η Αγάπη πια δεν ανταποκρινόταν στο αφροδισιακό του, έψαχνε χιλιάδες τρόπους προκειμένου να της τσακίσει το ηθικό. Το εφήμερο πια κατέρρεε κι εκείνος ήταν ανήμπορος να το αντιμετωπίσει..."


"Τα τελετουργικά τελείωσαν με το γνωστό καφέ της παρηγοριάς, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους τους εν διαστάσει συγγενείς να μιλήσουν για την προσωπική τους πρόοδο.

Ξαφνικά εκεί στην κατηφοριά προς το καφενείο όλοι αλλάζουν όψη. Πετούν με μιας τα χαρτομάντιλα στους κάδους και βγάζουν τα καθρεφτάκια από τις τσάντες. Κι είναι ν' αναρωτιέται κανείς που πήγαν ο οδυρμός, ο πόνος, τα ξεφωνητά και το ξεμάλλιασμα. Είναι να γελάει κανείς με τα παιχνίδια του νου.

Την επομένη το πρωί, σε πείσμα όσων πιστεύουν ότι οι εκλιπόντες είναι αναντικατάστατοι, η ζωή ξαναπήρε τη φυσιολογική της ρότα. Η ζοφερή ένταση του πόνου καταλαγιάζει κι ο καθένας ασχολείται επιεικώς με τα περί του ¨κώλου" του, φροντίζοντας ζοφερά τις αντιστάσεις του και την αυτοπροστασία του. Το γεγονός παραμένει γεγονός και κανείς δεν μπορεί να του αφαιρέσει τη γαμημένη του ισχύ. Η μάνα μπορεί ν' αποφάσισε να κάνει αμμόλουτρα στον κόσμο των νεκρών, αλλά οι κόρες της έπρεπε να επιβιώσουν, ξεγλιστρώντας από τη ροπή της ψευδαίσθησης που σε έλκει διαρκώς γύρω από τον άξονα του αποθανόντος.

Παρ' όλα αυτά ο θάνατος, αν του δώσεις την πρέπουσα σημασία και δεν ενστερνιστείς τον ροκανιστικό ρόλο της μοιρολογίστρας, μπορεί κάτι να σου δείξει.

Τώρα, τι είναι αυτό το κάτι εξαρτάται από τη δραστικότητα του τεθλιμμένου συγγενούς. Οι δυνατότητες που σου προσφέρει ποικίλλουν. Από το να σε ρίξει υπνωτιστικά να κυνηγάς Chanel συνολάκια για το σαρανταήμερο μνημόσυνο μέχρι να σου ανατρέψει ριζικά τα συμπεράσματα σου γι' αυτό που νόμιζες μέχρι σήμερα πως είναι ζωή...”

 

 “Την επομένη η Χαρά πήρε το πρωινό της στο δωμάτιο και εννέα η ώρα ξεκίνησε για το ισλαμικό Κάϊρο. Όσο το ταξί πλησίαζε προς τα κει, η διάταξη της θύμιζε λαβύρινθο. Κάποια στιγμή ένιωσε να αποπροσανατολίζεται εντελώς. Ο οδηγός την άφησε μπροστά από ένα διώροφο κτίριο που έμοιαζε με σπίτι μιας άλλης εποχής.

Στο ισόγειο του στοιβαγμένα τρία τέσσερα μαγαζάκια λίγων τετραγωνικών και στην αριστερά μεριά ένα στενόμακρο άνοιγμα με μια ξύλινη σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο.

Καθόταν απ' έξω και περιεργαζόταν το χώρο, όλος ο περίβολος αν και παλιός απέπνεε μια γοητεία Διαολόστειλε την ώρα και τη στιγμή που αυτή η μυστηριώδης γυναίκα δεν της είπε τι ήταν εκεί που την έστειλε.

"Τι μου φταίει κι αυτή; Θα τα θέλει κι ο κώλος μου! "σκέφτηκε και μάζεψε όλο της το κουράγιο για ν' ανέβει την παλιά ξύλινη σκάλα.

Ακριβώς στο σημείο που η σκάλα έκανε την πρώτη της στροφή ακούστηκε ο ήχος απ' το άνοιγμα μιας βαριάς δρύινης πόρτας. Σταμάτησε ν'ανεβαίνει και κοντοστάθηκε ν' αφουγκραστεί.

-Good morning, ακούστηκε μια ευγενική αντρική φωνή.

Η Χαρά έμεινε για λίγο ακίνητη καθώς την έλουσε μια παράξενη ταραχή.

-Σα μπαχ αλχέρ, του ανταπέδωσε με τρεμάμενη φωνή την καλημέρα στην γλώσσα του κι ανέβηκε ακόμα τρία σκαλιά.

Ένας θόρυβος απ' το τρίξιμο της σκάλας την έκανε να κρατηθεί γερά απ' την ξύλινη κουπαστή. Για μια στιγμή πέρασε απ' το νου της να γυρίσει πίσω, μα ένα αίσθημα ισχυρότερο απ' το φόβο την έσπρωχνε να συνεχίσει.

Ανέβηκε λίγα σκαλιά ακόμα και φτάνοντας στο πρώτο πλάτωμα το βλέμμα της αντίκρισε τη μισάνοιχτη πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε.

Τη στιγμή εκείνη το πρόσωπο της ήρθε στην ίδια ευθεία με το πρόσωπο του ηλικιωμένου Αιγύπτιου. Έμεινε για λίγο βουβή, τα γόνατα της λύγισαν και στήριξε το σώμα της στον τοίχο, εκείνος απέναντι της ακίνητος, σχεδόν μαρμαρωμένος.

Εικόνες απ' τη Σύρο αναβόσβηναν στο νου τους σαν φωτεινές ουράνιες λάμψεις κι απ'τα μάτια τους έτρεχαν δάκρυα συγκίνησης.

-Γιάλα! ψιθύρισε εκείνος συγκλονισμένος και σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, σαν να ευχαριστούσε τη ζωή  που την ξανασυνάντησε.

Άνοιξε τα χέρια του και την έκλεισε στη ζεστή αγκαλιά του.Η Χαρά κούρνιασε  στον ώμο του σαν απροστάτευτο μωρό, δεν πίστευε σ' αυτό που της συνέβαινε, νόμιζε πως από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσει από ένα όνειρο.

Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε, εκείνος της σκούπισε τα μάτια και της χάιδεψε τα μαλλιά.

-Δεν το πιστεύω Ραμσή, δεν το πιστεύω, ψιθύρισε η Χαρά.

-Ησύχασε κοριτσάκι μου, της είπε εκείνος και την έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά του...”


“- Σ' αγαπώ πολύ, Ραμσή, του είπε με τρεμάμενα χείλη κι εκείνος της έδωσε την τελική ώθηση που χρειαζόταν για να σταθεί στα πόδια της.

-Μην αμφιβάλλεις, παιδί μου, δε με χρειάζεσαι άλλο. Να' χεις ζωή σαν κρύσταλλο, της είπε αφήνοντας πια τη συγκίνηση του να φανεί...”


“Κοιτούσε διαρκώς μέσα της, παρατηρούσε την έντονη ερευνητική της διάθεση που την έσπρωχνε σε μια ζωή "πειρατική”.

Ζωή με αλλοφροσύνη, με δύναμη κι ευαισθησία, ακύμαντη και ταραγμένη, ωστόσο ολόκληρη.

Μια ήσυχη ματαιοδοξία γεννιόταν όλο και πιο πολύ μέσα της, μια ματαιοδοξία που κατάγεται απ' το γένος του καλού, όχι για τη ζωή που ζούμε αλλά για τον τρόπο που τη ζούμε...”


“Απ' τα μάτια της Χαράς έτρεξαν δάκρυα, η ασφάλεια της αδελφής της ήταν δομημένη μέσα στο χρόνο  

και στο χώρο. Για τη Χαρά ήταν αλλιώς, δεν υπήρχε ούτε ψυχολογικός χρόνος, ούτε ψυχολογικός χώρος.

Η φλόγα του ανικανοποίητου την οδηγούσε δια βίου σ'ένα μοναχικό ταξίδι, σ' ένα ταξίδι μέσα από μια άγνωστη διαδρομή που η γνώση όλο και βαθαίνει χωρίς ποτέ να τελειώνει”.