Translate, select Language

Τράβηξα την κουρτίνα για ν' αγναντέψω τη μαβιά γραμμή του ορίζοντα, που όλο και βαθαίνει, όλο κι αλλάζει σχήμα. Μόνο ο άνθρωπος γαντζώνεται! Στοιχειωμένος απ' τους αόρατους φόβους του κι απ' τις παιδαριώδεις απόψεις του, αντιστέκεται σε κάθε είδους αλλαγή.

Δ.Χ

Ο Λαέρτης και το μολύβι του σε ρυθμούς τανγκό

Wikipedia

Αποτελέσματα αναζήτησης

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Ο ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΤΟΥ ΣΕ ΡΥΘΜΟΥΣ ΤΑΝΓΚΟ (ΠΡΟΛΟΓΟΣ)


Αναζητά αυτή τη βαθιά χαρά της ζωής που είναι ξέχωρη από κάθε λογής  πρόσκαιρη ευχαρίστηση που σου προσφέρει το ένα ή το άλλο απόκτημα, αυτή τη χαρά που νιώθει κάπου- κάπου  να τον επισκέπτεται απρόσκλητη σαν βγαίνει στο φως ο άλλος του εαυτός, ο αληθινός.
Έτσι  ο Λαέρτης -καθηγητής ψυχιατρικής- αποφασίζει σήμερα στα πενήντα του χρόνια να κρατήσει  ημερολόγιο, αναζητώντας  μέσα απ’ αυτό το δρόμο ν’ ανακαλύψει  τον αληθινό του εαυτό.
 Έναν εαυτό ευαίσθητο που από φόβο τον έχει θαμμένο εδώ και χρόνια, κάτω από τους πολλαπλούς ρόλους που υποδύεται.
Ένας εσωτερικός μονόλογος αρχίζει να γεννιέται, ένας μονόλογος  άλλοτε στερητικός  κι άλλοτε πληθωρικός  που  το παρελθόν, το παρόν  και το μέλλον μοιάζουν να συμπλέκονται σε μια  αφήγηση προς «εαυτόν και αλλήλους».
Μια αδιάκοπη ροή σκέψεων κι αισθημάτων υπό μορφή θύελλας διασχίζουν  το νου και την ψυχή του κι αποτυπώνονται στο χαρτί  μέσα από ένα ιδιόμορφο και προσωπικό είδος αφηγηματικού λόγου.
Ο υπολογιστής στέκεται παγερός στην καρδιά του κι εκείνο το στυλό απαιτεί συνέπεια κι υπευθυνότητα κι εκείνος δεν νιώθει ούτε συνεπής, ούτε υπεύθυνος, έτσι γράφει πάντα χειρόγραφα και με μολύβι.
Ωστόσο εδώ  δεν σβήνει, δεν διορθώνει, δεν ομορφαίνει τα γραπτά του, το μόνο που κάνει είναι να καταθέτει άλλοτε με ρεαλισμό, άλλοτε με ρομαντισμό κι ενίοτε με σουρεαλισμό, γεγονότα της καθημερινής του ζωής   χρωματισμένα από αληθινά συναισθήματα.
Καλά ή άσχημα, λογικά ή παράλογα, επιτρεπτά ή ανεπίτρεπτα.
Όσο περνάει ο καιρός εντυπωσιάζεται  από τις καθημερινές αλλαγές που παρατηρεί στον εαυτό του, αλλά και από τις εναλλαγές στον τρόπο της γραφής του, εναλλαγές που καθορίζονταν άλλοτε από το νου κι άλλοτε από την καρδιά του.
Στο ημερολόγιο του καταγράφει όσα νιώθει για την Αλκμήνη, τη γυναίκα του, ένα κορίτσι πολύ νεώτερο του που τώρα, πέντε χρόνια μετά το γάμο της μαζί του ξεκινά να ανακαλύπτει τη ζωή.
Η Αλκμήνη  με τη συμπεριφορά της γίνεται ερήμην της ο εκπαιδευτής του  που τον σπρώχνει όλο και πιο πολύ σ’  εκείνο το μοναχικό ταξίδι της ψυχής του.
Μιλάει  για τη φίλη του Μυρτώ, τον έρωτα των νεανικών των χρόνων, για τη γυναίκα που  αγάπησε  κι εμπιστεύθηκε βαθιά κι αληθινά.
Μας διηγείται επίσης τη  νέα τους συνάντηση  στη Ρώμη, την πόλη που φιλοξένησε  αυτό τον έρωτα των φοιτητικών τους χρόνων.
Καταγράφει την αγάπη του, την αφοσίωση του και τον έρωτα του για την Αννούλα, τη μαθήτρια του. Ένα κορίτσι παράξενο που βρέθηκε σήμερα στο δρόμο του για να γίνει η αιτία να ξανανοίξει η καρδιά του Λαέρτη  μετά από πολλά χρόνια. Ένα κορίτσι που γαλήνεψε την ψυχή του όσο καμιά άλλη γυναίκα  μέσα από εκείνη τη λεπτή  εσωτερική ματιά που κοιτά τη ζωή.
Η κατάθεση  της ψυχής του λοιπόν μέσα από το ημερολόγιο του, τον βοήθησε όχι μόνο  να ανακαλύψει τον αληθινό του εαυτό, αλλά και να νιώσει εκείνη την βαθιά  χαρά, που μόνο ένας άνθρωπος ελεύθερος, βαθιά ελεύθερος μπορεί να νιώσει.
Έτσι η ζωή του Λαέρτη απέκτησε ρυθμό, όμοιο μ’ αυτόν που νιώθει η καρδιά του τις στιγμές που χορεύει Αργεντίνικο τανγκό, μια και για το Λαέρτη ο χορός είναι η κρυμμένη γλώσσα της ψυχής.
Κι είναι να αναρωτιέται κανείς, πως θα είναι  η ζωή του από δω και πέρα;

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Ο ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΤΟΥ ΣΕ ΡΥΘΜΟΥΣ ΤΑΝΓΟ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)



«Η πρωινή ανάγκη, ενίοτε και συνήθεια με οδήγησε και σήμερα να ακολουθήσω τα ίδια μονότονα βήματα. Υπνοδωμάτιο- μπάνιο, μια

διαδρομή άναρθρη κι ανόρεχτη μια και το φάντασμα μου βρισκόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μεταξύ ανεξήγητων ονείρων και συνειρμών για τα μύρια νυχτερινά ασυλλόγιστα  που σκάρωσε ο νους μου. Όμως μ’ αρέσουν τούτα τα νυχτερινά καμώματα, με βγάζουν απ’ την παραλυτική ανία της ζωής μου και μου υπόσχονται κόσμους συναρπαστικούς και πρωτόγνωρους.


Το χέρι μου άγγιξε την παγωμένη πετούγια της πόρτας κι εκείνος ο τεράστιος αναιδής καθρέφτης στάθηκε μπροστά μου προκλητικός. Λένε πως τα μάτια κουβαλάνε την αλήθεια της ψυχής, μα τα δικά μου έχουν χάσει τη ζωηράδα τους.

 Το μέσα μου κλαίει από ατολμία και λιγοψυχιά. Χαμογελώ που οι γυναίκες δεν το βλέπουν κι αναρωτιέμαι: εγώ κρύβομαι τόσο καλά ή εκείνες κατασκευάζουν στο νου τους το ποθητό, αυτό που τους λείπει;..."


“ Αλκμήνη μου, το ξέρω καλά  πως στο χορό με δυο όλα κρίνονται  στα πρώτα δευτερόλεπτα. Αν οι κινήσεις δεν συντονιστούν με μιας,  ο χορός  καταλήγει a priori  σε δράμα.

Μα  δεν εγκαταλείπω,  με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, προσπαθώ να σου ανακαλέσω μνήμες, αυτές τις σωτήριες μνήμες του έρωτα  που εσύ τις έκανες λησμονιά. Όμως κάθε μου κίνηση πέφτει ανόρεχτα στο κενό κι αναρωτιέμαι:  μ' ερωτεύτηκες ή γοητεύτηκες;

Οι μνήμες του έρωτα  είναι σωτήριες Αλκμήνη μου. Δεν μένουν το ίδιο ισχυρές, μα αφυπνίζουν μέσα μας την αίσθηση της αγάπης, της ένωσης.

Η γοητεία χάνεται. Μέρα  τη μέρα γίνεται απροθυμιά που παγώνει, φλόγα που έσβησε  και  που δε θα ξανανάψει ποτέ.

Με τρώει η αγωνία να σε ρωτήσω  αν στ’ αλήθεια μ’ ερωτεύτηκες, μα αυτά δεν λέγονται με λόγια. Πάλι σήμερα  σε έκλεισα στην αγκαλιά μου, σε χάιδεψα τρυφερά  και περίμενα τα μάτια σου να μου μιλήσουν. Μου γύρισες ανόρεχτα την πλάτη, έκανες πως κοιμάσαι...”


“Μυρτώ  μου, κάθε φορά που σε σκέφτομαι  η καρδιά μου πλημμυρίζει από   χαρά. Μόνο κοντά σου ήμουν τόσο αληθινός, είναι που ποτέ δεν σ’ ένοιαξε να είμαι κάτι άλλο απ’ το αληθινό σκαρί μου. Κι έτσι, ενώ ήμουν τόσο ερωτευμένος  μαζί σου, η ζήλια μου χανόταν στα πρώτα δευτερόλεπτα της γέννησης της, ήσουν τόσο όμορφη κι όμως σε εμπιστευόμουν βαθιά.

Μου ενέπνεες μια εμπιστοσύνη αλλιώτικη, φτιαγμένη από το ρούχο της καρδιάς.

Είναι που αρνιόσουν πεισματικά εκείνα τα γυναικεία τερτίπια που εξευτελίζουν και περιφρονούν τον άντρα, μόνο για σένα η καρδιά μου έχει υπάρξει τόσο επιεικής. Ακόμα κι αν σε σκεφτόμουν με άλλον ο νους μου  δεν κατέγραφε αμάρτημα, δεν το επέτρεπε η καρδιά μου να το κάνει.

Θυμάσαι Μυρτώ μου τα πρώτα σου γενέθλια στη Ρώμη; Από καιρό μάζευα λιρέτα τη λιρέτα  για το δώρο σου κι αφού το εξασφάλισα ήθελα να σε ευχαριστήσω κι άλλο. Σου είπα να ντυθείς σαν «μεγάλη» και το έκανες. Φόρεσες εκείνο το μαύρο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε, ντύθηκα κι εγώ σαν «άντρας» και σε πήγα για φαγητό στη Via Venetto, μέσα στα φώτα και στη λάμψη της πόλης.

Κι εσύ έκανες το αμάρτημα  να λάμπεις πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, η ματιά σου έπεσε στο απέναντι τραπέζι, το βλέμμα σου συναντήθηκε με του καθηγητή μας, θυμάσαι;

Μ’ εκείνο τον γοητευτικό Ιταλό που μας έκανε το μάθημα της ανατομίας, σύμβολο, θεότητα τον είχατε κάνει  οι γυναίκες και τον προσκυνούσατε.

Παράπονο κι απογοήτευση ένιωσα Μυρτώ μου, απλά και μόνο γιατί του χαμογέλασες. Κι ύστερα το κατάλαβες και συγκρατήθηκες, όπως  συγκρατιόσουν κάθε φορά για να μη με πληγώσεις...”


«Κι εγώ τι ρόλο παίζω;» είχα ρωτήσει τη Μυρτώ. Ξαφνικά ο νους μου απομόνωσε απ’ την πρόταση  τη λέξη «ρόλος» και μέσα απ’ αυτή  απλώθηκε μέσα μου μια αλλόκοτη αίσθηση.

Η ζωή όπως τη ζούμε φαντάζει  σαν  μια μεγάλη σκηνή,κι όλοι εμείς ηθοποιοί που κονταροχτυπιόμαστε να πιάσουμε το ρόλο, να γίνουμε πειστικοί και να εισπράξουμε το χειροκρότημα.

Έτσι άλλοτε κλαίμε  με το δήθεν υπερβολικό μας πόνο  κι άλλοτε γελάμε με τη δανεική  χαρά μας

 Και τα δυο μου φαίνονται «ρόλοι» ενός έργου που ονομάζουμε ζωή.

Το ίδιο κάνω κι εγώ κάθε φορά που δείχνω φορτωμένος με προσωπικούς πόνους ή με δανεικές χαρές, που κάποιες φορές  έχουνε αφορμή εμένα, άλλοτε την Αλκμήνη, πότε κάποια ερωμένη μου κι ενίοτε τους ασθενείς μου.

Μα φαίνεται πως η αληθινή οδύνη κι η βαθιά χαρά διαρκούν μόλις λίγα δευτερόλεπτα...”


 “Αννούλα μου, σ’ αυτό τον τόπο που βρίσκομαι η σκέψη μου βηματίζει κοντά σου. Έτσι και χθες το βράδυ σε σκεφτόμουν. Η πανσέληνος έριχνε  αχνό φως από το παράθυρο μου. Η απεραντοσύνη του σύμπαντος  έπεφτε πάνω μου και με ξέπλενε, κι εγώ, με  συνείδηση ολόγυμνη και καθαρή σου έγραφα γράμματα που  δεν θα στα αποδώσω. Η δειλία μου καλά κρατεί, μα εγώ πρώτη φορά γίνομαι δειλός με μια γυναίκα. Ίσως δειλό με κάνει η εύγλωττη σιωπή σου που την καμαρώνω. Τα λόγια είναι βρώμικα κι ας φαντάζουν καθαρά, θέλει τόλμη να σιωπάς κι εσύ φαίνεται πως την έχεις.

Καυτά δάκρυα τρέχουν απ' τα μάτια μου, δάκρυα γεννημένα από ηδυπάθεια, ζωή και θάνατο.

Είμαι ερωτευμένος καρδούλα μου μαζί σου. Το ομολόγησα. Επιτέλους το ομολόγησα...”


“ Αλκμήνη μου, ερήμην σου έγινες ο εκπαιδευτής μου. Ο πόνος και ο φόβος που μου χάρισες  στάθηκαν  φίλοι μου που μ’ έβγαλαν  μια ώρα γρηγορότερα στο φως.


Μυρτώ μου, στη θύμηση της αγάπης μας ακούμπησα, παρηγορήθηκα, δυνάμωσα και ψήλωσα, τόσο, ώστε ο αληθινός μου εαυτός δεν είχε χώρο πια να κρυφτεί.


Αννούλα μου, η εμπιστοσύνη σου για τη ζωή σταθερή, αιώνια και άφθαρτη, γονιμοποίησε  εντός μου εκείνη την πνευματική σταθερότητα που μου έλλειπε.


Παιδί μου ,ανυπομονώ να γεννηθείς για να σου πω πως  ο Έρωτας δεν είναι αγάπη. Είναι γνώση που μπορεί να σε οδηγήσει στην αγάπη. Και το θεό σου... κάπου εκεί να τον ψάξεις, ανάμεσα στην αγάπη…”        

  

Λαέρτης Χ.      

                                                                             






               

ΝΙΚΟΣ ΠΙΛΑΒΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: O ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΤΟΥ ΣΕ ΡΥΘΜΟΥΣ ΤΑΝΓΚΟ