Η Νίνα ετοιμάστηκε και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι. Ο αέρας μύριζε αλμύρα ανακατωμένος απ' την πυρωμένη μυρωδιά των νυχτολούλουδων. Περπάτησε για αρκετή ώρα διασχίζοντας όλη την έκταση του παραλιακού δρόμου. Ένιωσε να πεινάει και μπήκε σ' ένα εστιατόριο ν' απολαύσει το αγαπημένο της φαγητό.
Η βουή των αυτοκινήτων την ενοχλούσε αφάνταστα κι
έτσι προτίμησε να καθίσει σ' ένα μικρό τραπέζι απ' αυτά τα λίγα που βρίσκονταν
μες το μαγαζί. Τράβηξε μια καρέκλα και την έστρεψε να κοιτά προς τα έξω. Στο
σκοτάδι τα φώτα του λιμανιού τρεμόπαιζαν καράβι πλησίαζε στην προβλήτα. Ο
τελευταίος ναύλος της ημέρας έφερνε στο νησί επισκέπτες από κάθε γωνιά της γης.
Ο νους της άρχισε να παιχνιδίζει ελεύθερος.
Σ' αυτό το νησί, το επίθετο "γοητευτικό"
θα του ταίριαζε με απόλυτη ακρίβεια. Η γύμνια του Αιγαίου, το λιτό, το
απέριττο, τα λευκά σοκάκια, τα χέρια της νοικοκυράς τα βαμμένα με ασβέστη κι
εκείνα τα πολύχρωμα γεράνια που έμοιαζαν με σκανδαλώδη συντεχνία των Θεών που
ηδονίζονται να σε βλέπουν να επιστρέφεις ξανά και ξανά για να τους προσκυνάς.
Το καράβι έδεσε και οι επισκέπτες άρχισαν να κατεβαίνουν. Χαμογέλασε. Οι
περισσότεροι δηλωμένοι οικογενειάρχες έμοιαζαν. Εντυπωσιακοί. Φανταχτεροί. Με
τις επισημότητες και το καθωσπρέπει σχήμα μιας φαμίλιας. Οι καλοκαιρινές διακοπές.
Το θαύμα της παρηγοριάς για κάποιους. Η μανιώδης εμμονή τους να διασώσουν μέσα
από μια μικρή ανάπαυλα ένα σακατεμένο παρελθόν.
"Περιμένετε παρέα;" τη ρώτησε ο
σερβιτόρος με φλεγόμενη περιέργεια.
"Όχι. Μπορώ να σας παραγγείλω" ο νεαρός
την κοίταξε με μια υποψία οίκτου.
Εκνευρίστηκε αλλά συγκρατήθηκε. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και το μαγαζί άρχισε να γεμίζει από κόσμο. Μισούσε την αίσθηση ασφυξίας που προκαλεί η συγκέντρωση πολλών ανθρώπων σε κλειστό χώρο. "Μεγαλώνω κι όλα μου φταίνε" συλλογίστηκε. Σηκώθηκε και παρακάλεσε να ετοιμάσουν την παραγγελία της σε πακέτο. Ένιωσε καλύτερα.
Εκνευρίστηκε αλλά συγκρατήθηκε. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και το μαγαζί άρχισε να γεμίζει από κόσμο. Μισούσε την αίσθηση ασφυξίας που προκαλεί η συγκέντρωση πολλών ανθρώπων σε κλειστό χώρο. "Μεγαλώνω κι όλα μου φταίνε" συλλογίστηκε. Σηκώθηκε και παρακάλεσε να ετοιμάσουν την παραγγελία της σε πακέτο. Ένιωσε καλύτερα.
Μόλις έφτασε σπίτι, σέρβιρε το δείπνο της κι ένα
ποτήρι κρασί κι έδειξε να το απολαμβάνει. Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος απ' το παλιό
μεταλλικό χεράκι της εξώπορτας. Αιφνιδιάστηκε.
"Ποιος να' ναι τέτοια ώρα;" μουρμούρισε
και πριν καλά καλά πλησιάσει τη βαριά πόρτα ακούστηκε η φωνή του Ανδρέα.
Εκείνη τα' χασε. Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να
στέκεται μ' ένα τεράστιο χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφισμένο στα χείλη του.
"Ξέρω! Ακατάλληλη η ώρα και να θυμώσεις δίκιο
θα' χεις!" της είπε απολογητικά.
Της άρεσε όμως αυτό το ξάφνιασμα. Δεν καταλάβαινε
γιατί αλλά η επίσκεψη του την ευχαρίστησε.
"Τι είναι αυτά που λες; Έλα, πέρασε" τον
καλοδέχτηκε και του έγνεψε να καθίσει.
"Συγνώμη σε σήκωσα απ' το φαγητό αλλά
να...δεν κρατιόμουν απ' τη χαρά μου"
"Τι έγινε;"
"Δες αυτό μέχρι να ξαναβρεθούμε. Δούλεψα λίγο
το μεσημέρι και προσπάθησα να σχεδιάσω κάτι καλό για τον κήπο σου".
Άπλωσε το χέρι της πήρε τη μεγάλη λευκή κόλλα και
οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Ένιωσαν μια αλλόκοτη αίσθηση, απροσδιόριστη.
Σώπασαν για λίγα
δευτερόλεπτα.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ποιος προσδιορίζει τη μοίρα μας; αναρωτήθηκε.
Αλλάζει άραγε το πεπρωμένο;
"Αλλάζει!" πλανήθηκε με βεβαιότητα η
φωνή της στον αέρα.
Μια σωτήρια ιδέα καρφώθηκε στο νου της. Να πάει
πίσω και να δει τη ζωή της σαν μια νουβέλα, αφημένη στα χέρια ενός ευφάνταστου
συγγραφέα που ηδονίζεται να σκαρώνει τραγικές κι απελπιστικές ιστορίες. Να δει
τη ζωή της αποστασιοποιημένα. Σαν ηρωίδα ενός βιβλίου. Σαν τη Μάρθα της παλιάς
νουβέλας που προσπαθούσε να την ψυχογραφήσει κοιτώντας την από την
κλειδαρότρυπα. Εστιασμένη επάνω της αλλά και από μακριά.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------Ο
Ανδρέας την καληνύχτισε και η Νίνα συνέχισε το δείπνο της που το συνόδεψε
εκείνη η γλυκιά αίσθηση που της άφησε η παρουσία του. Η επίσκεψη του όπως και
να 'χε, υπογράμμισε κάπως τη μοναξιά της που, όσο κι αν ήταν κατ' επιλογήν, δεν
έπαυε κάποια στιγμή ν' αγγίζει τα όρια του οδυνηρού. Μετέφερε τα πιάτα στην
κουζίνα, ξαναγύρισε στη σάλα, κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα και πήρε
τηλέφωνο τον Άλκη. Η διάθεση της για βαθιά επικοινωνία μαζί του είχε κορυφωθεί
αλλά πάνω που του εξιστορούσε τα νέα της ημέρας, αιφνιδιάστηκε από τον τόνο της
φωνής του.
"Νίνα! Μην ξανοίγεσαι έτσι με ανθρώπους που
δεν ξέρεις".
"Τι έπαθες; Δεν σε καταλαβαίνω".
"Για τον γεωπόνο λέω. Μιλάς λες και τον
ξέρεις από χρόνια".
Η Νίνα παραξενεύτηκε που ακόμα και η φωνή της
εξέπεμπε αυτή την οικειότητα που ένιωσε----