“Η Πελαγία είχε κολλήσει στα κάγκελα της χαμηλής
μονοκατοικίας της και κοιτούσε με θαυμασμό το γειτονικό τριώροφο σπίτι, με την
επιβλητική γκαραζόπορτα, το χτιστό μπάρμπεκιου-που δέσποζε σαν επιβλητικό μνήμα
στην πίσω πλευρά της αυλής-και τα κάθε λογής ξενόφερτα λογχοειδή λουλούδια που
θύμιζαν καθολικό αποτεφρωτήριο.
Για την Πελαγία το να έχει μια μάννα την τύχη να
συγκατοικεί σ' ένα τριώροφο με τις δυο της κόρες είναι ευλογία Θεού. Όμως αυτή
η συγκατοίκηση του "κοινόβιου" φαίνεται πως λειτουργεί με αντιφάσεις.
Από τη μια εκμηδενίζει ανασφάλειες κι απ' την άλλη αποταμιεύει σιγά σιγά ένα
αίσθημα πνιγμού που, όταν θελήσεις να το ξεκολλήσεις από πάνω σου, απορείς πως
έχει γίνει ένα με σένα.
Το σπίτι της οικογένειας Μάνεση εξωτερικά ήταν
απόλυτα ταυτισμένο με την εικόνα των καθωσπρέπει σπιτιών, εσωτερικά όμως ήταν
στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Η Χαρά-η μικρότερη από τις δυο κόρες του Ορέστη
και της Ζωής- είναι η μόνη που νιώθει έντονα την ανάγκη της αλλαγής. Χωμένη για
τα καλά στη μοναχικότητα της και στους στοχασμούς της, έχει φτάσει στο σημείο
όπου το καζάνι βράζει.
Πριν λίγες μέρες έκλεισε τα σαράντα και το αίσθημα
του ανικανοποίητου που νιώθει από παιδί την πνίγει, ενώ ταυτόχρονα την σπρώχνει
σ' ένα ταξίδι προς το άγνωστο.
Δεν ξέρει τι θέλει, ξέρει όμως τι δεν θέλει.
Η μεγαλύτερη κόρη τους, η Αγάπη, ασάλευτη από
πάθος, κουνά πάνω κάτω το κεφάλι στη μοίρα σαν μηχανικό παιχνιδάκι που κινείται
μόνο αν η ζωή το κουρδίσει.
Φόβοι, βιώματα κι αποθημένα εκρήγνυνται και καθορίζουν
τις αντιδράσεις της...”
“Σε λίγο, η Χαρά μπήκε στο δωμάτιο της
δεκατριάχρονης μοναχοκόρης της. Πριν πλησιάσει το κρεβάτι, πήρε μια βαθιά
ανάσα, στάθηκε και στήριξε το αδύναμο σώμα της στην ντουλάπα.
“Κοριτσάκι μου, πρέπει να σπάσω την αλυσίδα, δεν
μπορώ να σου αφήσω αυτή τη γυναικεία κληρονομιά που είναι τόσο χαλασμένη!"
μουρμούρισε με θλίψη, στη συνέχεια πήγε κοντά της με αποφασιστικότητα και την
ξύπνησε τρυφερά...”
“Αχ, Αγάπη", ψιθύρισε λυπημένη η Χαρά, καθώς ένιωσε την ψευδαίσθηση
να καραδοκεί κάθε φορά που αποφεύγουμε τον πόνο. Έρωτες κουτσοί, στραβοί,
σκονισμένοι μπαίνουν στο πίσω μέρος του νου για να υπάρχουν σε στιγμές κρίσεις.
Είναι σαν να κρατάμε ένα παλιομοδίτικο ρούχο για να το φορέσουμε σαν
φτωχύνουμε. Παντός είδους σιγουριές έχει ο μπαξές της ψυχής. Λειτουργεί σαν τα
πορτοφόλια των αντρών που στα ογδόντα τους χρόνια θα βρεις μέσα κι ένα
προφυλακτικό, ή σαν τη γυναικεία τσάντα, που καλού κακού έχει και μια σερβιέτα,
είκοσι χρόνια μετά την εμμηνόπαυση.
Φαίνεται πως κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τους
παλιούς έρωτες, υπάρχουν στιγμές που τους αγιοποιούμε και τους αποταμιεύουμε
για ώρα ανάγκης.
Μοναξιά είναι αυτή, δεν πολεμιέται απευθείας.
Είναι σαν το σκοτάδι, πως να τα βάλεις μαζί του; Το μόνο που μπορείς να κάνεις
είναι να βρεις το φως, έτσι που το σκοτάδι να πάψει να υπάρχει. Το ίδιο ισχύει
και με τον έρωτα: για να εγκαταλείψει ο νους τον παλιό, πρέπει να' χει την
τόλμη να επενδύσει ψυχή στον καινούργιο...”
“Ο Αντώνης συνηθισμένος ν' ακούει τη χαμηλόφωνη κι
υποταγμένη φωνή της Αγάπης, γινόταν έξαλλος πια. Ξαφνικά μετά από είκοσι χρόνια
έβλεπε αυτό το υποταγμένο θηλυκό να σηκώνει κεφάλι φωνάζοντας και διεκδικώντας
τη ζωή της. Η εξεγερμένη συμπεριφορά της λειτουργούσε ως άλλοθι για να της
χρεώνει ψυχική ανισορροπία.
Όμως ο τρόμος του κορυφωνόταν καθώς ένιωθε πως δεν
τον φοβόταν πια. Όπως και να' χει η εξουσία είναι αφροδισιακή τόσο γι' αυτόν
που την ασκεί όσο και γι' αυτόν που τη δέχεται.
Έτσι μια κι η Αγάπη πια δεν ανταποκρινόταν στο
αφροδισιακό του, έψαχνε χιλιάδες τρόπους προκειμένου να της τσακίσει το ηθικό.
Το εφήμερο πια κατέρρεε κι εκείνος ήταν ανήμπορος να το αντιμετωπίσει..."
"Τα τελετουργικά τελείωσαν με το γνωστό καφέ
της παρηγοριάς, δίνοντας την ευκαιρία σε όλους τους εν διαστάσει συγγενείς να
μιλήσουν για την προσωπική τους πρόοδο.
Ξαφνικά εκεί στην κατηφοριά προς το καφενείο όλοι
αλλάζουν όψη. Πετούν με μιας τα χαρτομάντιλα στους κάδους και βγάζουν τα
καθρεφτάκια από τις τσάντες. Κι είναι ν' αναρωτιέται κανείς που πήγαν ο
οδυρμός, ο πόνος, τα ξεφωνητά και το ξεμάλλιασμα. Είναι να γελάει κανείς με τα
παιχνίδια του νου.
Την επομένη το πρωί, σε πείσμα όσων πιστεύουν ότι
οι εκλιπόντες είναι αναντικατάστατοι, η ζωή ξαναπήρε τη φυσιολογική της ρότα. Η
ζοφερή ένταση του πόνου καταλαγιάζει κι ο καθένας ασχολείται επιεικώς με τα
περί του ¨κώλου" του, φροντίζοντας ζοφερά τις αντιστάσεις του και την
αυτοπροστασία του. Το γεγονός παραμένει γεγονός και κανείς δεν μπορεί να του
αφαιρέσει τη γαμημένη του ισχύ. Η μάνα μπορεί ν' αποφάσισε να κάνει αμμόλουτρα
στον κόσμο των νεκρών, αλλά οι κόρες της έπρεπε να επιβιώσουν, ξεγλιστρώντας
από τη ροπή της ψευδαίσθησης που σε έλκει διαρκώς γύρω από τον άξονα του
αποθανόντος.
Παρ' όλα αυτά ο θάνατος, αν του δώσεις την
πρέπουσα σημασία και δεν ενστερνιστείς τον ροκανιστικό ρόλο της μοιρολογίστρας,
μπορεί κάτι να σου δείξει.
Τώρα, τι είναι αυτό το κάτι εξαρτάται από τη
δραστικότητα του τεθλιμμένου συγγενούς. Οι δυνατότητες που σου προσφέρει
ποικίλλουν. Από το να σε ρίξει υπνωτιστικά να κυνηγάς Chanel συνολάκια για το
σαρανταήμερο μνημόσυνο μέχρι να σου ανατρέψει ριζικά τα συμπεράσματα σου γι'
αυτό που νόμιζες μέχρι σήμερα πως είναι ζωή...”
“Την
επομένη η Χαρά πήρε το πρωινό της στο δωμάτιο και εννέα η ώρα ξεκίνησε για το
ισλαμικό Κάϊρο. Όσο το ταξί πλησίαζε προς τα κει, η διάταξη της θύμιζε
λαβύρινθο. Κάποια στιγμή ένιωσε να αποπροσανατολίζεται εντελώς. Ο οδηγός την
άφησε μπροστά από ένα διώροφο κτίριο που έμοιαζε με σπίτι μιας άλλης εποχής.
Στο ισόγειο του στοιβαγμένα τρία τέσσερα μαγαζάκια
λίγων τετραγωνικών και στην αριστερά μεριά ένα στενόμακρο άνοιγμα με μια ξύλινη
σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο.
Καθόταν απ' έξω και περιεργαζόταν το χώρο, όλος ο
περίβολος αν και παλιός απέπνεε μια γοητεία Διαολόστειλε την ώρα και τη στιγμή
που αυτή η μυστηριώδης γυναίκα δεν της είπε τι ήταν εκεί που την έστειλε.
"Τι μου φταίει κι αυτή; Θα τα θέλει κι ο
κώλος μου! "σκέφτηκε και μάζεψε όλο της το κουράγιο για ν' ανέβει την
παλιά ξύλινη σκάλα.
Ακριβώς στο σημείο που η σκάλα έκανε την πρώτη της
στροφή ακούστηκε ο ήχος απ' το άνοιγμα μιας βαριάς δρύινης πόρτας. Σταμάτησε
ν'ανεβαίνει και κοντοστάθηκε ν' αφουγκραστεί.
-Good morning, ακούστηκε μια ευγενική αντρική
φωνή.
Η Χαρά έμεινε για λίγο ακίνητη καθώς την έλουσε
μια παράξενη ταραχή.
-Σα μπαχ αλχέρ, του ανταπέδωσε με τρεμάμενη φωνή
την καλημέρα στην γλώσσα του κι ανέβηκε ακόμα τρία σκαλιά.
Ένας θόρυβος απ' το τρίξιμο της σκάλας την έκανε
να κρατηθεί γερά απ' την ξύλινη κουπαστή. Για μια στιγμή πέρασε απ' το νου της
να γυρίσει πίσω, μα ένα αίσθημα ισχυρότερο απ' το φόβο την έσπρωχνε να
συνεχίσει.
Ανέβηκε λίγα σκαλιά ακόμα και φτάνοντας στο πρώτο
πλάτωμα το βλέμμα της αντίκρισε τη μισάνοιχτη πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα και
προχώρησε.
Τη στιγμή εκείνη το πρόσωπο της ήρθε στην ίδια
ευθεία με το πρόσωπο του ηλικιωμένου Αιγύπτιου. Έμεινε για λίγο βουβή, τα
γόνατα της λύγισαν και στήριξε το σώμα της στον τοίχο, εκείνος απέναντι της
ακίνητος, σχεδόν μαρμαρωμένος.
Εικόνες απ' τη Σύρο αναβόσβηναν στο νου τους σαν
φωτεινές ουράνιες λάμψεις κι απ'τα μάτια τους έτρεχαν δάκρυα συγκίνησης.
-Γιάλα! ψιθύρισε εκείνος συγκλονισμένος και σήκωσε
το βλέμμα του ψηλά, σαν να ευχαριστούσε τη ζωή
που την ξανασυνάντησε.
Άνοιξε τα χέρια του και την έκλεισε στη ζεστή
αγκαλιά του.Η Χαρά κούρνιασε στον ώμο
του σαν απροστάτευτο μωρό, δεν πίστευε σ' αυτό που της συνέβαινε, νόμιζε πως
από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσει από ένα όνειρο.
Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε, εκείνος της
σκούπισε τα μάτια και της χάιδεψε τα μαλλιά.
-Δεν το πιστεύω Ραμσή, δεν το πιστεύω, ψιθύρισε η
Χαρά.
-Ησύχασε κοριτσάκι μου, της είπε εκείνος και την
έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά του...”
“- Σ' αγαπώ πολύ, Ραμσή, του είπε με τρεμάμενα
χείλη κι εκείνος της έδωσε την τελική ώθηση που χρειαζόταν για να σταθεί στα
πόδια της.
-Μην αμφιβάλλεις, παιδί μου, δε με χρειάζεσαι
άλλο. Να' χεις ζωή σαν κρύσταλλο, της είπε αφήνοντας πια τη συγκίνηση του να
φανεί...”
“Κοιτούσε διαρκώς μέσα της, παρατηρούσε την έντονη
ερευνητική της διάθεση που την έσπρωχνε σε μια ζωή "πειρατική”.
Ζωή με αλλοφροσύνη, με δύναμη κι ευαισθησία,
ακύμαντη και ταραγμένη, ωστόσο ολόκληρη.
Μια ήσυχη ματαιοδοξία γεννιόταν όλο και πιο πολύ
μέσα της, μια ματαιοδοξία που κατάγεται απ' το γένος του καλού, όχι για τη ζωή
που ζούμε αλλά για τον τρόπο που τη ζούμε...”
“Απ' τα μάτια της Χαράς έτρεξαν δάκρυα, η ασφάλεια
της αδελφής της ήταν δομημένη μέσα στο χρόνο
και στο χώρο. Για τη Χαρά ήταν αλλιώς, δεν υπήρχε
ούτε ψυχολογικός χρόνος, ούτε ψυχολογικός χώρος.
Η φλόγα του ανικανοποίητου την οδηγούσε δια βίου
σ'ένα μοναχικό ταξίδι, σ' ένα ταξίδι μέσα από μια άγνωστη διαδρομή που η γνώση
όλο και βαθαίνει χωρίς ποτέ να τελειώνει”.