Περπατώντας στο κέντρο της πόλης, χάζευα τις
βιτρίνες όταν μ’ έπιασα να σκέφτομαι την κόρη μου, την Ελπίδα.
Τότε μου ‘ρθε η ιδέα: Η Ελπίδα φέτος ενηλικιώνεται και φεύγει - ποιος ξέρει για
πού και για πόσο - και η ιδέα ήταν να δείξω στην Ελπίδα ότι «το ποτήρι έχει
νερό ως τη μέση». Αν το ένοιωθε κιόλας και δεν το καταλάβαινε μόνο λογικά, τόσο
το καλύτερο. Το ποτήρι είναι η ζωή μας, κι αν η Ελπίδα μάθει να τη βλέπει όπως
είναι κι όχι όπως θα ήθελε ή όπως της έμαθαν ότι πρέπει να είναι, τότε θα
γλιτώσει από πολλά «σκουπίδια»: σκέψεις, ψευδαισθήσεις, κοινωνικά μοντέλα,
ιδέες, σαχλορομαντικά συναισθήματα.
Δηλαδή,
όλα όσα σε κάνουν να βλέπεις το «ποτήρι» μισογεμάτο ή μισοάδειο, κι όχι ότι
απλώς έχει νερό ως τη μέση. Κι όταν δει κανείς μέσα του με μιας όλα τα
ψυχολογικά «σκουπίδια» που μάζεψε από παιδί, όταν νοιώσει βαθιά και ξεκάθαρα
ότι είναι σκουπίδια, τότε τα πετάει με μιας, χωρίς ξεδιάλυμα, χωρίς αναλύσεις
και άσκοπους συναισθηματισμούς.
Έβγαλα το κινητό μου και πήρα αμέσως την αδελφή
μου για να της ζητήσω την άδεια να διηγηθώ στην Ελπίδα μια ολόκληρη χρονιά από
τη ζωή μας, μια και δεν γινόταν να μη μιλήσω και για εκείνη, αφού μαζί - η
αδελφή μου κι εγώ - πονέσαμε για να σπάσουμε την αλυσίδα από γενιές υποταγμένων
γυναικών. Υποταγμένων σε ιδέες, σε «μισογεμάτα» ή «μισοάδεια ποτήρια», μια
αλυσίδα που και οι δυο μας νοιώσαμε ότι έπρεπε να τη σπάσουμε για να μη
συνεχιστεί άλλο από τις κόρες κι από τις εγγονές μας. Η αδελφή μου κατάλαβε
αμέσως και συμφώνησε.
Εκείνο το βράδυ, Σαββατόβραδο για καλή μας τύχη,
μάνα και κόρη περιμέναμε να κοιμηθεί πρώτα η υπόλοιπη οικογένεια, κι ύστερα, με
μια βαθιά επικοινωνία, παίρνοντας κάθε τόσο αγκαλιά η μία την άλλη, το
ξενυχτήσαμε ως το πρωί.
Μήνα, μήνα, στιγμή προς στιγμή θυμόμουν τα γεγονότα αυτής
ειδικά της χρονιάς που είχα σκεφτεί να της διηγηθώ και της τα έλεγα ως
γεγονότα, χωρίς καμιά συναισθηματική φόρτιση. Για να μεταδώσω την αίσθηση κι
όχι τη λογική των γεγονότων, κάποιες φορές σταματούσα την αφήγηση κι ανακαλούσα τη δυναμική των διαλόγων που τους μετέφερα ατόφιους.
Καθώς της περιέγραφα όσα συνέβησαν κι έβλεπα ότι αυτή η χρονιά
άλλαξε τη ζωή της αδελφής μου κι εμένα, ένοιωσα πως εκείνο που έχει σημασία δεν είναι τόσο η αλλαγή, αφού και πάλι μπορούν όλα ν’
αλλάξουν, αλλά ο δρόμος προς την ανακάλυψη της αλήθειας που
κάνει «τη ζωή σου σαν κρύσταλλο», όπως μου ευχήθηκε καθώς με αποχαιρετούσε ο
Ραμσής. Ο ηλικιωμένος Αιγύπτιος με το καθαρό πρόσωπο και το φωτεινό χαμόγελο, που
συνάντησα ξανά «τυχαία», για δεύτερη φορά στη ζωή μου, σ’ εκείνο το παρορμητικό και παράξενο ταξίδι μου
στην Αίγυπτο.
Όταν σηκωθήκαμε η κόρη μου κι εγώ να πάμε για
ύπνο είχε πια φέξει. Καθώς μ’ αγκάλιαζε μου λέει: «Δεν τα γράφεις όλα αυτά, βρε
μαμά. Πού ξέρεις; Μπορεί να στα βγάλουν βιβλίο».
Και τα έγραψα. Είναι όσα
θα διαβάσετε.