Η Νίνα μπήκε στο σπίτι της Φρόσως αργά αργά. Τα
βήματα της απαλά κι ευλαβικά λες κι έμπαινε σε τόπο ιερό να προσκυνήσει. Όλα τα
ίδια. Σαν να μη πέρασε ούτε ένας χρόνος απ' το φευγιό της. Το μακρόστενο
τραπέζι με το βελούδο τραπεζομάντιλο σε χρώμα βυσσινί. Πάνω του το ίδιο βάζο με
τα ζαχαρωτά. Την περίμενε. Ο παλιός μπουφές βαμμένος με λαδομπογιά σε χρώμα
μπεζ κι εκείνες οι καρέκλες με τα βελούδα μαξιλάρια πάντα στο ίδιο χρώμα.
Βυσσινί. Σ' όλο το σπίτι η γνωστή μυρωδιά από καθαριότητα. Ποτάσα και λεβάντα.
Η Νίνα με κόπο κρατιόταν να μη βάλει τα κλάματα. Η
καρδιά της είχε ανοίξει για τα καλά καθώς ένιωθε τεράστια κύματα αγάπης να
φεύγουν απ' τα κουρασμένα μάτια της Φρόσως και να στοχεύουν την καρδιά της. Η
Φρόσω την αγαπούσε και τη συμπονούσε, την είχε μεγαλώσει από μια σταλιά παιδί.
Πολλές οι έγνοιες της καπετάνισσας, πολλές οι φουρτούνες, και μ' ένα μικρό
παιδί στην αγκαλιά δεν τα' βγαζε πέρα. Έτσι, ο καπετάν Μαθιός για να την
ξεκουράσει, πήρε στη δούλεψη τους τη Φρόσω. Μέλος της οικογένειας έγινε με τα
χρόνια και αγαπημένη φίλη της μάνας της Νίνας, της κυρά Λενιώς. Κι η αλήθεια
ήταν πως, με τον καιρό, τη μοναξιά τους μοιράζονταν οι δυο γυναίκες παρά τις
δουλειές του σπιτιού.
Η Φρόσω πήρε μια βαθιά ανάσα και μασκάρεψε το
πρόσωπο της. Το έντυσε με μεταξωτά, πλουμιστά κουρέλια, φόρεσε το χαμόγελο του
κλόουν και ρέλιασε τη φωνή της με μια νότα που υποδύονταν την αυστηρότητα του
γονιού.
"Από μικρό παιδί σε συμβουλεύω, τώρα όμως δεν
υπάρχει χρόνος γι' άλλες συμβουλές". Η φωνή της κόμπιασε κι έκανε
προσπάθεια να συνεχίσει. "Δυο τελευταία λόγια θα σου πω παιδί μου που, δεν
θα' ναι πια συμβουλές αλλά παράκληση, και θέλω να τα θυμάσαι για να φύγω ήσυχη
απ' τη ζωή". Αυτές οι στιγμές της Φρόσως την αγρίευαν και την τρόμαζαν με
το βάρος που κουβαλούσαν.
"Μην με στεναχωρείς" κατάφερε να
ψιθυρίσει η Νίνα.
"Κάποτε θα συμβεί κι αυτό κόρη μου" είπε
η ηλικιωμένη γυναίκα κι άρχισε να της μιλά. Η φωνή της τρόμαξε τη Νίνα. Της
φάνηκε γλυκιά, μελωδική αλλά κι απόμακρη, σαν την ηχώ που αφήνει μια
ξεκούρδιστη κιθάρα.
"Τρία πράγματα ζητάει από εμάς η ζωή Νίνα
μου" ξεκίνησε να λέει.
"Να διψάς να μάθεις ποια είσαι, άνθρωπο να μη
βλάψεις κι όσες χαρές σου δίνει η ζωή να τις παίρνεις χωρίς πολλά σκέρτσα και
νάζια". Θα τα θυμάμαι Φρόσω μου, είπε η Νίνα σκουπίζοντας τα δάκρυα της.
"Μόνο αυτά τα τρία πράγματα θέλω να θυμάσαι,
παιδί μου. Αν τα καταφέρεις μ' αυτά, δεν χρειάζεται να σκοτίζεσαι για τίποτα
άλλο. Όλα τα υπόλοιπα, ακούμπησε τα στη ζωή, ξέρει εκείνη" αναστέναξε και
τη χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά...