Η Χαρά,
καθώς βλέπει την κόρη της να είναι πια γυναίκα, αποφασίζει να της διηγηθεί τα
γεγονότα της χρονιάς εκείνης που άλλαξαν τη ζωή της. Η καρδιά της την οδηγεί να
πετάξει τη μάσκα της «μαμάς» γιατί νιώθει την ανάγκη να την προστατεύσει από τη
θλίψη που γεννιέται μέσα σε γυναίκες υποταγμένες σε ιδέες, σκέψεις,
συναισθήματα, κοινωνικά μοντέλα και κανόνες που σου παραμορφώνουν το νου και
σου στεγνώνουν την καρδιά. Θέλει να την κάνει να νιώσει πόσο σημαντικό είναι ν’
ανακαλύψει κανείς την αλήθεια που κάνει τους ανθρώπους «να ‘χουν ζωή σαν
κρύσταλλο».
Αυτή ήταν
κι η ευχή που της έδωσε ο Ραμσής καθώς την αποχαιρετούσε, ο ηλικιωμένος
Αιγύπτιος που τον συνάντησε και πάλι «τυχαία», για δεύτερη φορά στη ζωή της, σ’
εκείνο το παρορμητικό και παράξενο ταξίδι της στην Αίγυπτο.
Αυτές οι
δυο «μυστικές» συναντήσεις της με το Ραμσή, έγιναν η αιτία να κρατιέται στην
ψυχή της για πάντα μια αναμμένη φλόγα.