Η δύναμη της αγάπης
Δεκαετία του '30. Τα χιτλερικά σύννεφα
σκοτεινιάζουν τον ουρανό της Ευρώπης. Πολιτικοί αντιφρονούντες, Εβραίοι,
άνθρωποι με διαφορετικά πιστεύω οδηγούνται στην εξαθλίωση.
Εκδιωγμένοι από τις εστίες τους, περνούν από
συνοριακούς σταθμούς, φυλάκια και τελωνεία, περιφέρονται στους σκονισμένους
δρόμους της Ευρώπης, αναζητώντας απελπισμένα μια πατρίδα.
Ανάμεσά τους ο Γιόζεφ Στάινερ και ο νεαρός
φοιτητής Λούντβιχ Κερν, που συλλαμβάνονται στη Βιέννη και εξορίζονται. Στο
τραγικό οδοιπορικό τους ελλοχεύουν η βία και το μίσος. Σχοινοβατούν στην εξορία
της ύπαρξης χωρίς να χάσουν την ελπίδα τους.
Ο Στάινερ επιβιώνει πουλώντας κορδόνια και
παραμάνες, ενώ ο Κερν θα ερωτευτεί τη Ρουτ, μια κυνηγημένη φοιτήτρια εβραϊκής
καταγωγής.
Το σπαραχτικό μυθιστόρημα του Ρεμάρκ αναδεικνύει
με απαράμιλλη δύναμη την ανθρωπιά, την καλοσύνη και την αγάπη που αναδύονται
από τη βαρβαρότητα του ναζιστικού καθεστώτος.
Η αγάπη του Κερν και της Ρουτ τους δίνει τη δύναμη
να συνεχίσουν, είναι η ύστατη ηλιαχτίδα στο σκοτάδι της εκμηδένισης των ανθρώπινων
αξιών.
»
Μέσα σε τούτη τη σιωπηλή εγκαρτέρηση και τη θλίψη
ένα παιδί έπαιζε ανέμελο, ένα κοριτσάκι κάπου έξι χρονών. Ζωηρό κι ατίθασο, με
λαμπερά μάτια και μαύρες μπούκλες, πηγαινοερχόταν μέσα στην αίθουσα. Στάθηκε
μπροστά στον άνθρωπο με το μακρουλό κρανίο. Τον κοίταξε καλά μια στιγμή κι
έδειξε τότε τη θήκη που κρατούσε στα γόνατα του.
«Βιολί έχεις μέσα;» ρώτησε με ηχηρή, επιτακτική
φωνή. Ο άνθρωπος κοίταξε το κοριτσάκι σαν να μην καταλάβαινε.
Ύστερα έγνεψε «ναι».
Δειξ’ το μου» είπε η μικρούλα.
«Γιατί;»
«Θέλω να το δω».
Ο βιολιστής κόμπιασε για λίγο. Μετά άνοιξε τη θήκη
κι έβγαλε το όργανο. Το είχε τυλιγμένο μέσα σ’ ένα μενεξεδένιο μεταξωτό, που το
δίπλωσε με προσοχή. Το παιδί κάρφωσε πολλή ώρα τα μάτια στο βιολί. Σήκωσε τότε
το ένα χέρι και πέρασε τα δάχτυλα απαλά πάνω στις χορδές.
«Γιατί δεν παίζεις;» ρώτησε.
«Μίριαμ!» είπε με σιγανή και πνιγμένη φωνή μια
γυναίκα καθισμένη στην άλλη μεριά της σάλας μ’ ένα βρέφος στα γόνατα.
«Έλα δω, Μίριαμ».
Η μικρή δεν άκουγε. Παρατηρούσε το βιολιστή. «Δεν
ξέρεις να παίζεις;»
«Πως, ξέρω!»
«Τότε γιατί δεν παίζεις;».......
…………..Μονάχα το βιολί ήταν ακόμα παρόν. Γέμιζε τη
βαριά κι άψυχη ατμόσφαιρα της σάλας. Λες κι όλα τα μεταμόρφωνε. Σάμπως να ‘χε
τη δύναμη να λιώνει τη σιωπηλή μοναξιά σε τόσες απομονωμένες ασήμαντες
υπάρξεις, θαμμένες μέσα στη σκοτεινιά των τοίχων, και να σφυρηλατεί μ’ αυτή ένα
μεγάλο ομαδικό παράπονο γεμάτο νοσταλγία.
«Παίξε κι άλλο» είπε το κορίτσι, «είναι πολύ θλιβερά εδώ».
Μέσα απ' αυτό το σπαραχτικό βιβλίο αναδυκνύεται ένας
πανανθρώπινος κύκλοσ, καλώντας και προκαλώντας μας να
κατανοήσουμε πως, η μόνη αποτρεπτική δύναμη για να μη βιώσει
η ανθρωπότητα στο μέλλον παρόμοια δεινά, είναι η συνειδητοποίηση απ' όλους, της ανάγκης για αμοιβαία κατανόηση, εμπιστοσύνη και ελευθερία ανάμεσα στα έθνη, στις θρησκείες, στις κοινωνικές ομάδες.
Σεβασμός στη διαφορετικότητα.
πανανθρώπινος κύκλοσ, καλώντας και προκαλώντας μας να
κατανοήσουμε πως, η μόνη αποτρεπτική δύναμη για να μη βιώσει
η ανθρωπότητα στο μέλλον παρόμοια δεινά, είναι η συνειδητοποίηση απ' όλους, της ανάγκης για αμοιβαία κατανόηση, εμπιστοσύνη και ελευθερία ανάμεσα στα έθνη, στις θρησκείες, στις κοινωνικές ομάδες.
Σεβασμός στη διαφορετικότητα.
Ο Έριχ Μαρία Ρέμαρκ Το 1916 πήγε στρατιώτης όπου βρέθηκε μπροστά στο μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην ιστορία. Στα χαρακώματα του δυτικού μετώπου τραυματίστηκε άσχημα. Τα τραύματά του θα του δημιουργούν προβλήματα μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1929 κυκλοφόρησε το βιβλίο του ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο, που θεωρείται έως και σήμερα η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γνωρίζοντας παγκόσμια επιτυχία. Το 1933 τα βιβλία του κάηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και ο ίδιος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Το 1940 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και λίγα χρόνια αργότερα πήρε την αμερικανική υπηκοότητα.
Γεννήθηκε το 1898 στο Όσναμπρουκ της Κάτω Σαξονίας
κι έφυγε απ’ τη ζωή στις 25 Σεπτεμβρίου
του 1970 στο Λοκάρνο.
Μετάφραση: Γεωργία-Δελληγιάννη Αναστασιάδη
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μίνωας